Anonymous

ἀναταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] (s. [[ταράσσω]]), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; [[στράτευμα]] ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] (s. [[ταράσσω]]), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; [[στράτευμα]] ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.
}}
{{bailly
|btext=troubler profondément ; ἀνατεταραγμένον πορεύεσθαι XÉN marcher en désordre <i>en parl. d'une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ταράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναταράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, [[ὅταν]] ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, [[ἐξερεθίζω]], προξενῶ ἔξαψιν, [[διεγείρω]] εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― [[συγχέω]], Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ [[στράτευμα]]] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.
|lstext='''ἀναταράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, [[ὅταν]] ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, [[ἐξερεθίζω]], προξενῶ ἔξαψιν, [[διεγείρω]] εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― [[συγχέω]], Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ [[στράτευμα]]] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.
}}
{{bailly
|btext=troubler profondément ; ἀνατεταραγμένον πορεύεσθαι XÉN marcher en désordre <i>en parl. d'une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ταράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml