Anonymous

ἀναχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χώννυμι]]), aufschütten, aufdämmen, ὁδόν, einen Weg erhöhen, Dem. 55, 28; τάφους Luc. Tox. 43; κόνιν Phani. 8 (VII, 537).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χώννυμι]]), aufschütten, aufdämmen, ὁδόν, einen Weg erhöhen, Dem. 55, 28; τάφους Luc. Tox. 43; κόνιν Phani. 8 (VII, 537).
}}
{{bailly
|btext=relever par un terrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχώννυμι''': μέλλ. -χώσω, [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]] καὶ [[σχηματίζω]] λόφον, [[θάπτω]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.
|lstext='''ἀναχώννυμι''': μέλλ. -χώσω, [[ἐπισωρεύω]] [[χῶμα]] καὶ [[σχηματίζω]] λόφον, [[θάπτω]], [[καλύπτω]] διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.
}}
{{bailly
|btext=relever par un terrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml