Anonymous

ἀνατυπόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] umgestalten, von neuem abdrücken, ein Siegel, Luc. Alex. 21. – Med., sich ein Bild von einer Sache machen, sich vorstellen, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />figurer de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνατυπόομαι]], [[ἀνατυποῦμαι]] se figurer, se représenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], τυποώ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνατῠπόω''': ἀποτυπῶ ἐκ νέου, [[σφραγίζω]] [[πάλιν]], ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ [[μέγεθος]] καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., [[σχεδιάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, [[σχηματίζω]] τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] ἢ [[εἴδωλον]] εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις [[ὅταν]] φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ [[οὐδέποτε]] εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ [[ἀνατυπόω]] ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, [[παράστασις]], γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, [[μετάπλασις]], ἀναπαράστασις, «[[διανόησις]]» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.
|lstext='''ἀνατῠπόω''': ἀποτυπῶ ἐκ νέου, [[σφραγίζω]] [[πάλιν]], ἐπιθεὶς τὸν κηρὸν ἀνετύπου (ἄλλ. γρ. ἀπετύπου) ... τὴν αὐτὴν σφραγῖδα Λουκ. Ἀλέξ. Ψευδ. 21· ἀναπαριστῶ, φρικῶδες ἐδόκει τὸ [[μέγεθος]] καὶ οὐ ῥᾴδιον ἀνατυποῦσθαι Φιλόστρ. 694: ― Μέσ., [[σχεδιάζω]] τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, [[σχηματίζω]] τι κατὰ φαντασίαν, «τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]] ἢ [[εἴδωλον]] εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος» Πλούτ. 2. 329B, 331D. ― Ἡ [[ἑρμηνεία]] τῆς λέξεως ὑπὸ Θωμ. Μαγίστρου λέγοντος: «ἀνατυποῦταί τις [[ὅταν]] φαντάζηται ἃ ἑώρακεν, ἀναπλάττει δὲ ἃ [[οὐδέποτε]] εἶδεν» καταφαίνεται μὴ ἀκριβὴς ἐκ τοῦ προηγηθέντος παραδείγματος. ― Ἐκ τοῦ [[ἀνατυπόω]] ἐσχηματίσθησαν οὐσιαστ. ἀνατύπωμα, τό, εἰκὼν πράγματός τινος κατὰ διάνοιαν, [[παράστασις]], γίνεται ἀνατύπωμα ἵππου καὶ μὴ παρόντος Διογ. Λ. 7. 61· καὶ ἀνατύπωσις, εως, ἡ, [[μετάπλασις]], ἀναπαράστασις, «[[διανόησις]]» (Α. Β. 393. 11)· παιδαριώδους ἀνατυπώσεως Φωτ. Βιβλ. σ. 143. 35· καὶ ἐπίθ. ἀνατῠπωτικός, ή, όν, ὁ ἀνατυπῶν, ὁ εἰκονίζων, φαντασίαι ἀληθῶν ἀνατυπωτικαὶ Σιμπλ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 73.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />figurer de nouveau;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνατυπόομαι]], [[ἀνατυποῦμαι]] se figurer, se représenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], τυποώ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm