3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; [[κήρυγμα]] Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; [[κήρυγμα]] Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀνηγόρευον, <i>ao.</i> ἀνηγόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀναγορευθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνηγορεύθην, <i>pf.</i> ἀνηγόρευμαι;<br />faire connaître publiquement, proclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγορεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾰγορεύω''': καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων [[ἀνερῶ]], ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. [[ἀγορεύω]], ἀνακηρύττω [[δημοσίᾳ]], Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. [[κήρυγμα]], [[ἀπαγγέλλω]] [[δημοσίᾳ]] [[κήρυγμα]] (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]] Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, [[λαμβάνω]] τὸ [[ὄνομα]], [[φιλοπάτωρ]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ἀνᾰγορεύω''': καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων [[ἀνερῶ]], ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. [[ἀγορεύω]], ἀνακηρύττω [[δημοσίᾳ]], Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. [[κήρυγμα]], [[ἀπαγγέλλω]] [[δημοσίᾳ]] [[κήρυγμα]] (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]] Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, [[λαμβάνω]] τὸ [[ὄνομα]], [[φιλοπάτωρ]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |