Anonymous

ἀνακρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] (s. [[κρεμάννυμι]]), aufhängen, πασσἀλῳ [[ἀγκρεμάσασα]] χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, [[πρός]] τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] (s. [[κρεμάννυμι]]), aufhängen, πασσἀλῳ [[ἀγκρεμάσασα]] χιτῶνα Od. 1, 440; ἀνακρεμασθείς Her. 9, 122; ἐς, [[πρός]] τι ἀνεκρέμασαν, 5, 77. 95; Plat. Fim. 90 b; anknüpfen, ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν, Ion. 536 a; dah. spannen, von Furcht u. Hoffnung, ἀνακρεμάσας ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, Aesch. 3, 100; ἀνακρεμάσαι πᾶσαν τὴν πίστιν εἴς τινα, sein ganzes Vertrauen auf einen setzen, Pol. 8, 21, 3; – λόφους ἀνακρεμαννὺς μεγάλοις ὀρύγμασιν Plut. Lucull. 39, d. i. unterminiren. – Diod. Sic. 2, 6 braucht ἀνεκρέμασε für: sich erhenken.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνακρεμάσω <i>ou</i> ἀνακρεμῶ, <i>etc.</i><br />suspendre : [[τι]] πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; <i>fig.</i> ἀπὸ [[τῶν]] ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακρεμάννυμι''': ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε [[κρεμάννυμι]]): - [[κρεμῶ]] τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ [[Ἀθήναιον]] [[αὐτόθι]] 95· ἀν. τινά, [[ἀπαγχονίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· [[οὕτως]], ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3.
|lstext='''ἀνακρεμάννυμι''': ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε [[κρεμάννυμι]]): - [[κρεμῶ]] τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ [[Ἀθήναιον]] [[αὐτόθι]] 95· ἀν. τινά, [[ἀπαγχονίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· [[οὕτως]], ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνακρεμάσω <i>ou</i> ἀνακρεμῶ, <i>etc.</i><br />suspendre : [[τι]] πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; <i>fig.</i> ἀπὸ [[τῶν]] ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l'espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml