Anonymous

ἀνθρωποκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; [[βορά]], Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; [[βορά]], Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />(personne) homicide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[κτείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωποκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, [[φονεύς]], Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.
|lstext='''ἀνθρωποκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, [[φονεύς]], Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />(personne) homicide.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[κτείνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR