3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] ([[ἀκοή]]), 1) nicht hörend, τινός, z. B. ἐπαίνου, λοιδορίας, Xen. Mem. 2, 1, 31 Hier. 1, 14; auch mit folgdm partic., ἔνια γεγενημένα, Plat. Alc. II, 841 d; Sp.; umgekehrt, εἰς ἀνήκοον τῶν ἄλλων, daß es die übrigen nicht hören können, Heliod. – 2) der nichts gehört, gelernt hat, παιδείας, Aesch. 1, 141; vgl. Xen. Mem. 4, 7, 5. Ebenso ἀνηκόως ἔχω τινός, Plut. – τὸ ἀνήκοον, der Ungehorsam, D. Hal. 6, 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0229.png Seite 229]] ([[ἀκοή]]), 1) nicht hörend, τινός, z. B. ἐπαίνου, λοιδορίας, Xen. Mem. 2, 1, 31 Hier. 1, 14; auch mit folgdm partic., ἔνια γεγενημένα, Plat. Alc. II, 841 d; Sp.; umgekehrt, εἰς ἀνήκοον τῶν ἄλλων, daß es die übrigen nicht hören können, Heliod. – 2) der nichts gehört, gelernt hat, παιδείας, Aesch. 1, 141; vgl. Xen. Mem. 4, 7, 5. Ebenso ἀνηκόως ἔχω τινός, Plut. – τὸ ἀνήκοον, der Ungehorsam, D. Hal. 6, 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’entend pas, sourd ; [[ἀνήκοος]] τινος XÉN qui n’entend pas qch;<br /><b>2</b> qui n’a pas entendu parler de, ignorant de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) μετὰ γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35. | |lstext='''ἀνήκοος''': -ον, (ἀκοὴ) ὁ [[ἄνευ]] ἀκοῆς, [[κωφός]], Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) μετὰ γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, [[ἀμαθής]] τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον [[εἶναι]] ἔνια γεγενημένα ([[ἔνθα]] τὸ ἀνήκοον [[εἶναι]] = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., [[ἀγράμματος]], [[ἀπαίδευτος]], Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, [[ἀπείθεια]], Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |