Anonymous

ἀναπυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] (s. [[πυνθάνομαι]]), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; [[ταῦτα]] πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; [[παρά]] τινός τι, Ath. I, 2 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0204.png Seite 204]] (s. [[πυνθάνομαι]]), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; [[ταῦτα]] πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; [[παρά]] τινός τι, Ath. I, 2 b.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀναπεύσομαι]], <i>ao.2</i> ἀνεπυθόμην;<br />s'informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s'informer de celui qui a fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πυνθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπυνθάνομαι''': μέλλ. -[[πεύσομαι]] Δημ.: [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ [[πόθεν]] [[ἔμολον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος [[εὑρίσκω]] Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, [[μανθάνω]], [[ταῦτα]] οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν [[περί]] τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, [[μανθάνω]] παρ’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.
|lstext='''ἀναπυνθάνομαι''': μέλλ. -[[πεύσομαι]] Δημ.: [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ [[πόθεν]] [[ἔμολον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος [[εὑρίσκω]] Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, [[μανθάνω]], [[ταῦτα]] οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν [[περί]] τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, [[μανθάνω]] παρ’ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀναπεύσομαι]], <i>ao.2</i> ἀνεπυθόμην;<br />s'informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s'informer de celui qui a fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πυνθάνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml