Anonymous

ἀνορούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />se lever vivement, s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
|lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />se lever vivement, s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth