Anonymous

ἀντίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0260.png Seite 260]] 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, [[ὀδαγμός]] Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0260.png Seite 260]] 1) auf die entgegengesetzte Seite gezogen, widerstrebend, Sp. auch entgegenwirkend. – 2) krampfähnlich, krampfhaft, [[ὀδαγμός]] Soph. Tr. 767; Andere erkl. beißend, heftig. – 3) in der Metrik ein Versfuß, in dem 2 Arsen zusammenstoßen, ñ ñ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντισπάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίσπαστος''': -ον, ([[ἀντισπάω]]) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον [[μέρος]], ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς [[ἀντίσπαστος]] Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. [[ἀντίσπαστος]] (δηλ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, [[οὕτως]], ἀντίσπαστα [[μέλη]] Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.
|lstext='''ἀντίσπαστος''': -ον, ([[ἀντισπάω]]) ὁ ἑλκυσθείς, συρθεὶς εἰς τὸ ἀντίθετον [[μέρος]], ἠέριοι νεφέλαι... πνεύμασιν ἀντίσπαστοι Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· ἐπὶ μηχανισμοῦ, Ἀθηνίων Μηχ. 5. 2) ὁ προξενῶν ἀντιθέτους σπασμούς, στρεβλωτικός, ἦλθε δ’ ὀστέων ἀδαγμὸς [[ἀντίσπαστος]] Σοφ. Τρ. 770. ΙΙ. [[ἀντίσπαστος]] (δηλ. [[πούς]]), ὁ, ἐν τῇ προσωδίᾳ, ποὺς ἀποτελούμενος ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου, υ- -υ, π. χ. Ἀλέξανδρος, [[οὕτως]], ἀντίσπαστα [[μέλη]] Φρύν. Τραγ. Παρ’ Ἀθην. 635C· ἀντίσπαστα μόνον Σοφ. Ἀποσπ. 361.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντισπάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml