Anonymous

ἀνοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. mov. hacia arriba<br /><b class="num">1</b> [[edificar tierra adentro]] de ciu., I.<i>Ap</i>.1.60, en v. pas. Th.1.7.<br /><b class="num">2</b> [[desterrar]], [[trasladar de residencia]] σφᾶς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, [[ἐκεῖσε]] Str.13.3.3<br /><b class="num">•</b>de ahí [[destruir]] τὴν Σπάρτην Anaximen.<i>Rh</i>.1423<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>[[instalar]], [[colocar]] (τέττιγας) ἐς ... τὰ δένδρα Philostr.<i>VA</i> 7.11.<br /><b class="num">3</b> en v. med.-pas. [[emigrar]], [[trasladarse hacia el interior]] αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.<i>Pax</i> 207, δεῦρ' ἀνοικισθεὶς [[ἐγώ]] Ar.<i>Au</i>.1351, τοῖς οὕτως ἀνοικισθεῖσι Str.9.2.17, ἐς ἤπειρον App.<i>Pun</i>.84<br /><b class="num">•</b>en gener. [[emigrar]] εἰς Ὄλυνθον Th.1.58, εἰς τὸν Δαφνοῦντα Th.8.31, cf. Hsch.s.u. ἀνῳκισμένος.<br /><b class="num">II</b> c. sent. de ‘[[de nuevo]]’ [[repoblar]], [[reconstruir]] Κόρινθον ... λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Paus.2.1.2, τὴν πόλιν Memn.40.2, τὰς πόλεις Aps.pp.239, 245, cf. Plu.<i>Luc</i>.29.
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. mov. hacia arriba<br /><b class="num">1</b> [[edificar tierra adentro]] de ciu., I.<i>Ap</i>.1.60, en v. pas. Th.1.7.<br /><b class="num">2</b> [[desterrar]], [[trasladar de residencia]] σφᾶς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, [[ἐκεῖσε]] Str.13.3.3<br /><b class="num">•</b>de ahí [[destruir]] τὴν Σπάρτην Anaximen.<i>Rh</i>.1423<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>[[instalar]], [[colocar]] (τέττιγας) ἐς ... τὰ δένδρα Philostr.<i>VA</i> 7.11.<br /><b class="num">3</b> en v. med.-pas. [[emigrar]], [[trasladarse hacia el interior]] αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.<i>Pax</i> 207, δεῦρ' ἀνοικισθεὶς [[ἐγώ]] Ar.<i>Au</i>.1351, τοῖς οὕτως ἀνοικισθεῖσι Str.9.2.17, ἐς ἤπειρον App.<i>Pun</i>.84<br /><b class="num">•</b>en gener. [[emigrar]] εἰς Ὄλυνθον Th.1.58, εἰς τὸν Δαφνοῦντα Th.8.31, cf. Hsch.s.u. ἀνῳκισμένος.<br /><b class="num">II</b> c. sent. de ‘[[de nuevo]]’ [[repoblar]], [[reconstruir]] Κόρινθον ... λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Paus.2.1.2, τὴν πόλιν Memn.40.2, τὰς πόλεις Aps.pp.239, 245, cf. Plu.<i>Luc</i>.29.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀνῴκισα]];<br /><b>1</b> ([[ἀνά]] en haut) bâtir dans l'intérieur des terres;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]] de nouveau) coloniser de nouveau ; <i>Pass.</i> se repeupler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνοικίζομαι aller s'établir dans l'intérieur des terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]]. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., [[μεταφέρω]] τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, [[μεταναστεύω]] εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ [[ὅπως]] ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ [[πόλεων]], κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια [[ἤτοι]] μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - [[καθόλου]], [[μεταναστεύω]], δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. [[οἰκίζω]] ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... [[ὕστερον]] λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.
|lstext='''ἀνοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]]. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., [[μεταφέρω]] τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, [[μεταναστεύω]] εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ [[ὅπως]] ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ [[πόλεων]], κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια [[ἤτοι]] μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - [[καθόλου]], [[μεταναστεύω]], δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. [[οἰκίζω]] ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... [[ὕστερον]] λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀνῴκισα]];<br /><b>1</b> ([[ἀνά]] en haut) bâtir dans l'intérieur des terres;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]] de nouveau) coloniser de nouveau ; <i>Pass.</i> se repeupler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνοικίζομαι aller s'établir dans l'intérieur des terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml