Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεμώλιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον [[αὔτως]]; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? [[οἶστρος]] ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον [[αὔτως]]; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? [[οἶστρος]] ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />léger <i>ou</i> vide comme le vent ; inutile ; <i>adv.</i> • ἀνεμώλια vainement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμώλιος''': -ον, [[ἀνεμιαῖος]], [[πλήρης]] ἀνέμου, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέγειν λόγους τοῦ ἀνέμου, «λόγια τοῦ ἀέρος», «κενὰ φθέγγεσθαι», (Εὐστ.), Ἰλ. Δ. 355. Ὀδ. Λ. 464· οἱ δ’ αὖτ’ ἀνεμώλιοι, ὅμοιοι ἀνέμοις, ἄστατοι, ἀνίκανοι, Ἰλ. Υ. 123· τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον ...; διατὶ κρατεῖς τὸ [[τόξον]] σου ματαίως; Φ. 474· ἀνεμώλια γάρ μοι ὁπηδεῖ (ἐνν. τὰ τόξα) Ε. 216· ἔπεσεν... ἀνεμώλιον [[αὔτως]] Θεόκρ. 25. 239· εἶπε δ’ [[ὕδωρ]] πίνειν, [[ἀνεμώλιος]], ὁ [[ἀνόητος]], ὁ [[κοῦφος]] τὸν νοῦν! Ἀνθ. Π. 11. 61· ἀν. ἀσπίδα [[θεῖναι]], καθιστῶ αὐτὴν ἀνίσχυρον, ὅ ἐ. ἀβλαβῆ, Ὀρφ. Λιθ. 506. - Ἐπ. [[λέξις]] καὶ ἐν χρήσει ὡς τοιαύτη παρὰ Λουκ. Ἀσρολ. 2. (Ἐκ τοῦ [[ἄνεμος]]: πρὸς τὸν σχηματισμὸν πρβλ. [[μεταμώνιος]]).
|lstext='''ἀνεμώλιος''': -ον, [[ἀνεμιαῖος]], [[πλήρης]] ἀνέμου, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον μεταφ., ἀνεμώλια βάζειν, λέγειν λόγους τοῦ ἀνέμου, «λόγια τοῦ ἀέρος», «κενὰ φθέγγεσθαι», (Εὐστ.), Ἰλ. Δ. 355. Ὀδ. Λ. 464· οἱ δ’ αὖτ’ ἀνεμώλιοι, ὅμοιοι ἀνέμοις, ἄστατοι, ἀνίκανοι, Ἰλ. Υ. 123· τί νυ [[τόξον]] ἔχεις ἀνεμώλιον ...; διατὶ κρατεῖς τὸ [[τόξον]] σου ματαίως; Φ. 474· ἀνεμώλια γάρ μοι ὁπηδεῖ (ἐνν. τὰ τόξα) Ε. 216· ἔπεσεν... ἀνεμώλιον [[αὔτως]] Θεόκρ. 25. 239· εἶπε δ’ [[ὕδωρ]] πίνειν, [[ἀνεμώλιος]], ὁ [[ἀνόητος]], ὁ [[κοῦφος]] τὸν νοῦν! Ἀνθ. Π. 11. 61· ἀν. ἀσπίδα [[θεῖναι]], καθιστῶ αὐτὴν ἀνίσχυρον, ὅ ἐ. ἀβλαβῆ, Ὀρφ. Λιθ. 506. - Ἐπ. [[λέξις]] καὶ ἐν χρήσει ὡς τοιαύτη παρὰ Λουκ. Ἀσρολ. 2. (Ἐκ τοῦ [[ἄνεμος]]: πρὸς τὸν σχηματισμὸν πρβλ. [[μεταμώνιος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />léger <i>ou</i> vide comme le vent ; inutile ; <i>adv.</i> • ἀνεμώλια vainement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth