Anonymous

ἀντίπετρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ([[πέτρα]]), wie ein Fels, [[βῆμα]] Soph. O. C. 192; felsenähnlich, hart, μαίας Syrinx Theocr. (XV, 21).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ([[πέτρα]]), wie ein Fels, [[βῆμα]] Soph. O. C. 192; felsenähnlich, hart, μαίας Syrinx Theocr. (XV, 21).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semblable à un roc, de roc, <i>sel. d'autres</i> adossé à un rocher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πέτρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίπετρος''': -ον, «[[ἰσόπετρος]]» (Σχόλ.) ἢ [[ὅμοιος]] [[πέτρα]], «[[βραχώδης]]», [[μηκέτι]] τοῦδ’ ἀντιπέτρου βήματος ἔξω [[πόδα]] κλίνῃς, «ὅτι ἀντὶ πέτρας χαλκοῦν ἦν» (Σχόλ.)· ἡ [[εἰκασία]] αὐτοπέτρου [[εἶναι]] μὲν [[ἐπιτυχής]], οὐχὶ δὲ καὶ ἀναγκαία, ἀλλ’ ὁ Jebb παρέλαβεν αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 192· πρβλ. [[ἀντίθεος]], κτλ. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], μακροπτολέμοιο δὲ [[μάτηρ]] μαίας ἀντιπέτροιο θεὸν τέκεν ἰθυντῆρα, «μαῖαν δὲ ἀντιπέτρου φησὶ τὴν αἶγα· [[ἀντίπετρος]] μὲν γὰρ ὁ Ζεύς, [[ἐπειδὴ]] ἀντὶ [[αὐτοῦ]] [[πέτρος]] ἐδόθη τῷ Κρόνῳ, ἐτράφη δὲ ὑπὸ αἰγὸς τῆς Ἀμαλθείας» (Σχόλ.), Θεοκρ. Σῦριγξ Ἀνθ. Π. 15. 21.
|lstext='''ἀντίπετρος''': -ον, «[[ἰσόπετρος]]» (Σχόλ.) ἢ [[ὅμοιος]] [[πέτρα]], «[[βραχώδης]]», [[μηκέτι]] τοῦδ’ ἀντιπέτρου βήματος ἔξω [[πόδα]] κλίνῃς, «ὅτι ἀντὶ πέτρας χαλκοῦν ἦν» (Σχόλ.)· ἡ [[εἰκασία]] αὐτοπέτρου [[εἶναι]] μὲν [[ἐπιτυχής]], οὐχὶ δὲ καὶ ἀναγκαία, ἀλλ’ ὁ Jebb παρέλαβεν αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 192· πρβλ. [[ἀντίθεος]], κτλ. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], μακροπτολέμοιο δὲ [[μάτηρ]] μαίας ἀντιπέτροιο θεὸν τέκεν ἰθυντῆρα, «μαῖαν δὲ ἀντιπέτρου φησὶ τὴν αἶγα· [[ἀντίπετρος]] μὲν γὰρ ὁ Ζεύς, [[ἐπειδὴ]] ἀντὶ [[αὐτοῦ]] [[πέτρος]] ἐδόθη τῷ Κρόνῳ, ἐτράφη δὲ ὑπὸ αἰγὸς τῆς Ἀμαλθείας» (Σχόλ.), Θεοκρ. Σῦριγξ Ἀνθ. Π. 15. 21.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />semblable à un roc, de roc, <i>sel. d'autres</i> adossé à un rocher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πέτρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml