Anonymous

ἀντίπηξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 [[ἄγγος]], 37 πλεκτὸν [[κύτος]] u. 40 ἑλικτὸν [[κύτος]] ἀντίπηγος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 [[ἄγγος]], 37 πλεκτὸν [[κύτος]] u. 40 ἑλικτὸν [[κύτος]] ἀντίπηγος.
}}
{{bailly
|btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίπηξ''': ηγος, ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[εἶδος]] λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ [[βρέφος]]) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· [[κύτος]] εἰλικτὸν ἀντίπηγος [[αὐτόθι]] 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν [[κύτος]] [[αὐτόθι]] 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. [[λάρναξ]]. (Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, [[κιβώτιον]] ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην [[Εὐριπίδης]] Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «[[ἀντίπηξ]]· [[κιβωτός]]» ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀντίπηξ''': ηγος, ἡ, ([[πήγνυμι]]) [[εἶδος]] λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ [[βρέφος]]) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· [[κύτος]] εἰλικτὸν ἀντίπηγος [[αὐτόθι]] 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν [[κύτος]] [[αὐτόθι]] 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. [[λάρναξ]]. (Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, [[κιβώτιον]] ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην [[Εὐριπίδης]] Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «[[ἀντίπηξ]]· [[κιβωτός]]» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml