Anonymous

ἀνεμώνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ἡ, Anemone, eigtl. Windblume, da sie vom Winde leicht entblättert wird, Theophr.; [[ἀνεμώνη]] τῶν λόγων, gezierter Ausdruck, Luc. Lexiph. 23, windige Redeblumen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ἡ, Anemone, eigtl. Windblume, da sie vom Winde leicht entblättert wird, Theophr.; [[ἀνεμώνη]] τῶν λόγων, gezierter Ausdruck, Luc. Lexiph. 23, windige Redeblumen.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />anémone, <i>fleur qui s'ouvre au moindre vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμώνη''': ἡ, τὸ γνωστὸν [[ἄνθος]], ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα [[ἄνθη]] τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «[[ἀνεμώνη]]· μάζης [[εἶδος]]· καὶ [[φίλημα]]· καὶ ἡ [[μήκων]]· καὶ τὸ [[ἄνθος]]· καὶ πᾶν φυτὸν [[ταχέως]] ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
|lstext='''ἀνεμώνη''': ἡ, τὸ γνωστὸν [[ἄνθος]], ἀνεμωνῶν κάλυξί τ’ ἠριναῖς Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 3· ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 25, κτλ., πρβλ. Βίωνα 1. 66 ― μεταφρ., ἀνεμῶναι λόγων, τὰ εὐκόλως μαραινόμενα καὶ παρερχόμενα [[ἄνθη]] τῶν λόγων, οἱ κενοὶ λόγοι, Λουκ. Λεξιφ. 23: ― καθ᾿ Ἡσυχ. «[[ἀνεμώνη]]· μάζης [[εἶδος]]· καὶ [[φίλημα]]· καὶ ἡ [[μήκων]]· καὶ τὸ [[ἄνθος]]· καὶ πᾶν φυτὸν [[ταχέως]] ὑπὸ ἀνέμων φθειρόμενον, καὶ μάταιον καὶ ἀνεμῶδες». ― Ἐν Νικάνδρ. Ἀποσπ. 2. 64 (παρ᾿ Ἀθην. 624C,) [[ὡσαύτως]] καὶ ἀνεμωνίς, ίδος, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />anémone, <i>fleur qui s'ouvre au moindre vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml