Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνομολογητέον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hay que admitir]] τοῦτο Pl.<i>R</i>.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.<i>Lg</i>.737c.
|dgtxt=[[hay que admitir]] τοῦτο Pl.<i>R</i>.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.<i>Lg</i>.737c.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀνομολογέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομολογητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.
|lstext='''ἀνομολογητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀνομολογέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομολογητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνομολογητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.
}}
}}