Anonymous

ἀνόρεκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans appétit, sans désir;<br /><b>2</b> non désiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνόρεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν [[αὐτόθι]] 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.
|lstext='''ἀνόρεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν [[αὐτόθι]] 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans appétit, sans désir;<br /><b>2</b> non désiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml