Anonymous

αξιοζήλευτος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(5)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[εκείνος]] που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[ζηλευτός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Άγγέλου Βλάχου].
|mltxt=-η, -ο<br />[[εκείνος]] που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξιος]] <span style="color: red;">+</span> [[ζηλευτός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Άγγέλου Βλάχου].
}}
{{trml
|trtx=Bulgarian: завиден; Catalan: envejable; Czech: záviděníhodný; Galician: envexable; German: [[beneidenswert]]; Greek: [[αξιοζήλευτος]]; Ancient Greek: [[ἀξιόζηλος]], [[ἀξιοζήλωτος]]; Italian: [[invidiabile]]; Manx: yn-troo; Maori: haetara; Portuguese: [[invejável]]; Russian: [[завидный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: завидан; Roman: závidan; Slovak: závideniahodný; Spanish: [[envidiable]]; Swedish: avundsvärd; Tajik: рашковар, рашкомез, рашкангез
}}
}}