Anonymous

ἀντιπαρατάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι; tard. -σσω [[LXX]] 1<i>Es</i>.2.21, <i>A.Mart</i>.5.1.6, <i>PSI</i> 1265.8 (V d.C.)<br /><b class="num">1</b> milit. [[disponerse en orden de batalla para hacer frente]] c. dat. ἀλλήλοις Th.6.98, αὐτῷ X.<i>HG</i> 1.3.5, παμπληθέσι τῶν ἱππέων τάξεσιν X.<i>Ages</i>.1.30, τῇ προσβολῇ τῶν μηχανημάτων Plb.21.27.1, σφῖσιν D.C.<i>Epit</i>.8.19.1<br /><b class="num">•</b>abs. Th.1.48, 1.63, X.<i>HG</i> 4.3.12, 7.4.24, D.C.40.28, 41.59.2, ἀπὸ τοῦ ... ἀντιπαραχθέντος en orden de combate frente a los enemigos</i> Th.5.9, tb. no milit., de un coro, Phld.<i>Mus</i>.1.35.37<br /><b class="num">•</b>[[alinear]] c. ac. οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.<i>An</i>.4.8.9.<br /><b class="num">2</b> fig. [[hacer frente]], [[enfrentarse]], [[oponerse]] c. dat. ἀντιπαρετάττετο δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον a todos éstos (dolores) se oponía la alegría del alma</i> Epicur.<i>Fr</i>.[52] 4, c. πρός y ac. πρὸς τὴν τούτων ἀσελγείαν Aeschin.3.257, abs. Men.<i>Fr</i>.451.12, λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι de un auditorio hostil, Corn.<i>Rh</i>.p.360, de un amante que se resiste a Eros, Ach.Tat.2.5.2<br /><b class="num">•</b>en v. act. mismo sent. (πόλις) βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα [[LXX]] [[l.c.]], cf. <i>A.Mart</i>.5.1.20, <i>PSI</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>[[disponer en contra]] c. ac. ἀντιπαρέτασσε δὲ στύλους ἑδραίους <i>A.Mart</i>.5.1.6.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι; tard. -σσω [[LXX]] 1<i>Es</i>.2.21, <i>A.Mart</i>.5.1.6, <i>PSI</i> 1265.8 (V d.C.)<br /><b class="num">1</b> milit. [[disponerse en orden de batalla para hacer frente]] c. dat. ἀλλήλοις Th.6.98, αὐτῷ X.<i>HG</i> 1.3.5, παμπληθέσι τῶν ἱππέων τάξεσιν X.<i>Ages</i>.1.30, τῇ προσβολῇ τῶν μηχανημάτων Plb.21.27.1, σφῖσιν D.C.<i>Epit</i>.8.19.1<br /><b class="num">•</b>abs. Th.1.48, 1.63, X.<i>HG</i> 4.3.12, 7.4.24, D.C.40.28, 41.59.2, ἀπὸ τοῦ ... ἀντιπαραχθέντος en orden de combate frente a los enemigos</i> Th.5.9, tb. no milit., de un coro, Phld.<i>Mus</i>.1.35.37<br /><b class="num">•</b>[[alinear]] c. ac. οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.<i>An</i>.4.8.9.<br /><b class="num">2</b> fig. [[hacer frente]], [[enfrentarse]], [[oponerse]] c. dat. ἀντιπαρετάττετο δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον a todos éstos (dolores) se oponía la alegría del alma</i> Epicur.<i>Fr</i>.[52] 4, c. πρός y ac. πρὸς τὴν τούτων ἀσελγείαν Aeschin.3.257, abs. Men.<i>Fr</i>.451.12, λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι de un auditorio hostil, Corn.<i>Rh</i>.p.360, de un amante que se resiste a Eros, Ach.Tat.2.5.2<br /><b class="num">•</b>en v. act. mismo sent. (πόλις) βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα [[LXX]] [[l.c.]], cf. <i>A.Mart</i>.5.1.20, <i>PSI</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>[[disponer en contra]] c. ac. ἀντιπαρέτασσε δὲ στύλους ἑδραίους <i>A.Mart</i>.5.1.6.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> ἑαυτόν;<br />se ranger en bataille en face de (l'ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παρατάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπαρατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετὰ μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4.
|lstext='''ἀντιπαρατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετὰ μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> ἑαυτόν;<br />se ranger en bataille en face de (l'ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παρατάσσω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm