Anonymous

ἀντιπληρόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] dagegen füllen, ergänzen, [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀντιπληρώσετε τὰς τάξεις Xen. Cyr. 2, 2, 26; Theophr.; [[ναῦς]], Schiffe gegen den Feind bemannen, Thuc. 7, 69; Xen. Hell. 4, 8, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0258.png Seite 258]] dagegen füllen, ergänzen, [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀντιπληρώσετε τὰς τάξεις Xen. Cyr. 2, 2, 26; Theophr.; [[ναῦς]], Schiffe gegen den Feind bemannen, Thuc. 7, 69; Xen. Hell. 4, 8, 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> combler les vides (<i>litt.</i> remplir en échange);<br /><b>2</b> équiper (un navire) contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πληρόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπληρόω''': πληρῶ, [[γεμίζω]] καὶ [[αὐτός]], διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]] κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν [[πρός]] τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, [[μηδὲ]] μέντοι σκοπεῖτε [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι [[πάλιν]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.
|lstext='''ἀντιπληρόω''': πληρῶ, [[γεμίζω]] καὶ [[αὐτός]], διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]] κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν [[πρός]] τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, [[μηδὲ]] μέντοι σκοπεῖτε [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι [[πάλιν]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> combler les vides (<i>litt.</i> remplir en échange);<br /><b>2</b> équiper (un navire) contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πληρόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm