Anonymous

ἀντιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -οῦμαι Hdt.1.207<br /><b class="num">1</b> [[hacer frente]], [[oponerse]] c. dat. τίς ἂν τοῖσδ' ἀντιωθῆναι θέλοι; A.<i>Supp</i>.389, τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.4.126, cf. 1.76, Aen.Tact.36.1<br /><b class="num">•</b>[[enfrentarse]] ἐς μάχην Hdt.7.9α, 7.102<br /><b class="num">•</b>abs. [[οἱ ἀντιούμενοι]] = [[los adversarios]] Hdt.1.207, 4.1.<br /><b class="num">2</b> [[salir al encuentro]] τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.9.7β.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -οῦμαι Hdt.1.207<br /><b class="num">1</b> [[hacer frente]], [[oponerse]] c. dat. τίς ἂν τοῖσδ' ἀντιωθῆναι θέλοι; A.<i>Supp</i>.389, τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.4.126, cf. 1.76, Aen.Tact.36.1<br /><b class="num">•</b>[[enfrentarse]] ἐς μάχην Hdt.7.9α, 7.102<br /><b class="num">•</b>abs. [[οἱ ἀντιούμενοι]] = [[los adversarios]] Hdt.1.207, 4.1.<br /><b class="num">2</b> [[salir al encuentro]] τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.9.7β.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠντιώθην, <i>pf. inus.</i><br />marcher à la rencontre de, résister à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιόομαι''': μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ [[ἐναντιόομαι]]. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι [[ἀντιόω]], ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ [[ἀντιάω]].
|lstext='''ἀντιόομαι''': μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ [[ἐναντιόομαι]]. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι [[ἀντιόω]], ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ [[ἀντιάω]].
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠντιώθην, <i>pf. inus.</i><br />marcher à la rencontre de, résister à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm