Anonymous

ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] α, ον, verlängerte Form von [[ἄπειρος]], vgl. [[ἀπερείσιος]], unbegrenzt, unermeßlich groß, [[γαῖα]] Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] α, ον, verlängerte Form von [[ἄπειρος]], vgl. [[ἀπερείσιος]], unbegrenzt, unermeßlich groß, [[γαῖα]] Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />infini.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄπειρος]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />infini.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄπειρος]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth