3,260,316
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήθης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., [[χαρίεν]] γάρ, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., [[δέος]] [[οὐδέν]], μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0297.png Seite 297]] (VLL. ἀφιστάναι), eigtl. Vieh von der Heerde sich verirren lassen u. es dadurch verlieren, E. M.; ἀπεβουκολήθης ποίμνης Long. 1, 27; übertr., [[χαρίεν]] γάρ, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῇ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι Xen. Cyr. 1, 4, 13, wenn ich den Sohn auf der Jagd herumschweifen u. es so geschehen lasse, daß ihn meine Tochter verliert. Oefter Luc., [[δέος]] [[οὐδέν]], μὴ ἀπολειφθεὶς ἡμῶν ἀποβουκοληθῇ Navig. 4, daß er von uns weggelockt u. verführt werde; μικρὰ τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἀποβ., seine Leidenschaft ein wenig besänftigen, Amor. 16, u. so Sp.; übh. durch Sinnentrug lindern, besänftigen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> laisser se détourner du troupeau, laisser s'égarer <i>ou</i> se perdre;<br /><b>2</b> détourner du troupeau, détourner, séduire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βουκολέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβουκολέω''': παροδηγῶ, [[ἀφίστημι]], ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν [[ἀμελής]], [[ὅστις]] ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον [[πρᾶγμα]] τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω [[αἴτιος]] εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ [[υἱός]] της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, [[ἁμαρτάνω]] τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, [[ἀπάγω]], Ἐκκλ. | |lstext='''ἀποβουκολέω''': παροδηγῶ, [[ἀφίστημι]], ἀποπλανῶ, τῶν βοῶν ὀκτὼ τὰς ἀρίστας ἐς τὴν ἰδίαν ἀγέλην θέλξας ἀπεβουκόλησε Λόγγος 1. 27: - Παθ., ἀποπλανῶμαι, Ἰω. Χρυσ. 2) ἀφίνω νὰ ἀποπλανηθῇ τι, ἀμελῶ, «χάνω» (ὡς ποιμὴν [[ἀμελής]], [[ὅστις]] ἀφίνει ν’ ἀποπλανηθῇ τὸ ποίμνιόν του), χαρίεν γάρ, ἔφη, εἰ [[ἕνεκα]] κρεαδίων τῆ θυγατρὶ τὸν παῖδα ἀποβουκολήσαιμι, νόστιμον [[πρᾶγμα]] τῷ ὄντι θὰ ἦτο νὰ γείνω [[αἴτιος]] εἰς τὴν θυγα΄τερα μου ν’ ἀποπλανηθῇ ὁ [[υἱός]] της δι’ οὐτιδανὰ κρέατα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13, πρβλ. Λουκ. Δὶς κατ. 13: - Παθητ., ἀποπλανῶμαι, ὁδοιπλανῶ, [[ἁμαρτάνω]] τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον μου, ὁ αὐτ. Ἔρωτ. 16· παροδηγῶ, [[ἀπάγω]], Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |