Anonymous

ἀποδύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀποδύσω c. tmesis <i>Il</i>.2.261; aor. ind. 1.<sup>a</sup> plu. ἀπεδύσαμεν Pl.<i>Chrm</i>.154e, imperat. ἀπόδῡθι Ar.<i>Th</i>.214, opt. ἀποδύοι Hsch., subj. pas. 3.<sup>a</sup> sg. ἀποδῠθῇ Ar.<i>Ra</i>.715, part. act. ἀποδύς <i>Od</i>.5.343, med. ἀποδυσάμενος <i>Od</i>.5.349 (var.); perf. 3.<sup>a</sup> sg. ἀποδέδυκε X.<i>An</i>.5.8.23]<br /><b class="num">I</b> tr. en pres., fut., aor. sigmático act. y en perf. [[quitar]] (la ropa o las armas), [[desnudar]] c. ac. de cosa τεύχεα δ' Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε <i>Il</i>.18.83, cf. 4.532, ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω <i>Il</i>.2.261, τὸ ἱμάτιον <i>PLips</i>.40.3.22, τὸ [[ἔνδυμα]] Herm.<i>Sim</i>.9.13.8, οὐκ ἀπεδύσαμεν [[αὐτοῦ]] αὐτὸ τοῦτο Pl.<i>Charm</i>.154e, οὐδεὶς ἀποδύσει ἄκοντα Philostr.<i>Gym</i>.17<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. τὰς γυναῖκας Hdt.5.92η, πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν X.<i>An</i>.5.8.23, μ' ἀπέδυσεν Pl.<i>Epigr</i>.29.3, ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (<i>sc</i>. τοὺς ὀδοιπόρους) Ar.<i>Au</i>.712, ἀπόδυσον αὐτόν Ar.<i>Th</i>.636, cf. <i>Ec</i>.668, τοὺς πένητας Chrys.M.62.22<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. τὴν δὲ ἐσθῆτα ... αὐτὸν ἀ. Luc.<i>Nigr</i>.13<br /><b class="num">•</b>de donde en v. pas. οὔτοι ποτὲ τοῦτον ἀποδυθήσομαι (<i>sc</i>. τὸν τρίβωνα) Ar.<i>V</i>.1122, ἵνα μὴ κἀποδυθῇ μεθύων Ar.<i>Ra</i>.715, ἀποδύομαι μεθ' ἡμέραν Ar.<i>Pl</i>.930, θοἰμάτιον ἀποδεδύσθαι Lys.10.10.<br /><b class="num">II</b> intr. y refl. en pres., fut., aor. sigmático med. y en aor. rad. atem. y perf. act.<br /><b class="num">1</b> [[desnudarse]], [[quitarse]] c. ac. de cosa εἵματα ταῦτ' ἀποδύς <i>Od</i>.5.343, ἀπόδυθι ... θοἰμάτιον Ar.<i>Th</i>.214, μελέων πέπλα Musae.251, σῶμ' ἀποδυσάμενος <i>GVI</i> 1168.5 (Galacia IV/V d.C.), cf. Aristid.<i>Or</i>.38.20, Plb.15.27.9<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἱματίων ἀποδύσας quitándose (ac. plu. fem.) los vestidos</i> Ar.<i>Th</i>.656<br /><b class="num">•</b>abs., de atletas ἀποδύντες desnudos</i> Th.1.6, ἀποδύντα Pl.<i>Mx</i>.236d, del nautilus ἀποδυόμενος sin concha</i> Arist.<i>HA</i> 622<sup>b</sup>18<br /><b class="num">•</b>del coro que se quita el disfraz ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Ar.<i>Ach</i>.627, cf. <i>Ra</i>.641<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. y ac. εἰς ὕπαιθρον ἀποδυόμενος desnudándose al aire libre</i> Plu.2.274e, πρὸς τὸ [[βάπτισμα]] Pall.<i>V.Chrys</i>.2(M.47.11)<br /><b class="num">•</b>de los atletas [[desnudarse para la lucha]], [[entrenarse]] ἀπεδύσατο ... εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν Lys.<i>Fr</i>.17.2.1, εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] <i>IG</i> 14.256.13 (Fintias).<br /><b class="num">2</b> fig. [[despojarse de]] c. ac. de n. abstr. τὴν ὑπόκρισιν I.<i>AI</i> 13.220, νόσημα τῆς ψυχῆς Plu.2.819e, cf. Luc.<i>Cat</i>.16.<br /><b class="num">3</b> fig. por extensión de los que practican ejercicios físicos [[prepararse]] c. giro c. prep. y ac. πρὸς τὸ λέγειν Plu.<i>Dem</i>.6, εἰς ἀγορανομίαν Plu.<i>Brut</i>.15, πρὸς ἀχανὲς πέλαγος Iul.<i>Or</i>.11.142c.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀποδύσω c. tmesis <i>Il</i>.2.261; aor. ind. 1.<sup>a</sup> plu. ἀπεδύσαμεν Pl.<i>Chrm</i>.154e, imperat. ἀπόδῡθι Ar.<i>Th</i>.214, opt. ἀποδύοι Hsch., subj. pas. 3.<sup>a</sup> sg. ἀποδῠθῇ Ar.<i>Ra</i>.715, part. act. ἀποδύς <i>Od</i>.5.343, med. ἀποδυσάμενος <i>Od</i>.5.349 (var.); perf. 3.<sup>a</sup> sg. ἀποδέδυκε X.<i>An</i>.5.8.23]<br /><b class="num">I</b> tr. en pres., fut., aor. sigmático act. y en perf. [[quitar]] (la ropa o las armas), [[desnudar]] c. ac. de cosa τεύχεα δ' Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε <i>Il</i>.18.83, cf. 4.532, ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω <i>Il</i>.2.261, τὸ ἱμάτιον <i>PLips</i>.40.3.22, τὸ [[ἔνδυμα]] Herm.<i>Sim</i>.9.13.8, οὐκ ἀπεδύσαμεν [[αὐτοῦ]] αὐτὸ τοῦτο Pl.<i>Charm</i>.154e, οὐδεὶς ἀποδύσει ἄκοντα Philostr.<i>Gym</i>.17<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. τὰς γυναῖκας Hdt.5.92η, πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν X.<i>An</i>.5.8.23, μ' ἀπέδυσεν Pl.<i>Epigr</i>.29.3, ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (<i>sc</i>. τοὺς ὀδοιπόρους) Ar.<i>Au</i>.712, ἀπόδυσον αὐτόν Ar.<i>Th</i>.636, cf. <i>Ec</i>.668, τοὺς πένητας Chrys.M.62.22<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. τὴν δὲ ἐσθῆτα ... αὐτὸν ἀ. Luc.<i>Nigr</i>.13<br /><b class="num">•</b>de donde en v. pas. οὔτοι ποτὲ τοῦτον ἀποδυθήσομαι (<i>sc</i>. τὸν τρίβωνα) Ar.<i>V</i>.1122, ἵνα μὴ κἀποδυθῇ μεθύων Ar.<i>Ra</i>.715, ἀποδύομαι μεθ' ἡμέραν Ar.<i>Pl</i>.930, θοἰμάτιον ἀποδεδύσθαι Lys.10.10.<br /><b class="num">II</b> intr. y refl. en pres., fut., aor. sigmático med. y en aor. rad. atem. y perf. act.<br /><b class="num">1</b> [[desnudarse]], [[quitarse]] c. ac. de cosa εἵματα ταῦτ' ἀποδύς <i>Od</i>.5.343, ἀπόδυθι ... θοἰμάτιον Ar.<i>Th</i>.214, μελέων πέπλα Musae.251, σῶμ' ἀποδυσάμενος <i>GVI</i> 1168.5 (Galacia IV/V d.C.), cf. Aristid.<i>Or</i>.38.20, Plb.15.27.9<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν ἱματίων ἀποδύσας quitándose (ac. plu. fem.) los vestidos</i> Ar.<i>Th</i>.656<br /><b class="num">•</b>abs., de atletas ἀποδύντες desnudos</i> Th.1.6, ἀποδύντα Pl.<i>Mx</i>.236d, del nautilus ἀποδυόμενος sin concha</i> Arist.<i>HA</i> 622<sup>b</sup>18<br /><b class="num">•</b>del coro que se quita el disfraz ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν Ar.<i>Ach</i>.627, cf. <i>Ra</i>.641<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. y ac. εἰς ὕπαιθρον ἀποδυόμενος desnudándose al aire libre</i> Plu.2.274e, πρὸς τὸ [[βάπτισμα]] Pall.<i>V.Chrys</i>.2(M.47.11)<br /><b class="num">•</b>de los atletas [[desnudarse para la lucha]], [[entrenarse]] ἀπεδύσατο ... εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν Lys.<i>Fr</i>.17.2.1, εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] <i>IG</i> 14.256.13 (Fintias).<br /><b class="num">2</b> fig. [[despojarse de]] c. ac. de n. abstr. τὴν ὑπόκρισιν I.<i>AI</i> 13.220, νόσημα τῆς ψυχῆς Plu.2.819e, cf. Luc.<i>Cat</i>.16.<br /><b class="num">3</b> fig. por extensión de los que practican ejercicios físicos [[prepararse]] c. giro c. prep. y ac. πρὸς τὸ λέγειν Plu.<i>Dem</i>.6, εἰς ἀγορανομίαν Plu.<i>Brut</i>.15, πρὸς ἀχανὲς πέλαγος Iul.<i>Or</i>.11.142c.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf., fut. et ao.)</i> déshabiller, dévêtir : τινα εἵματα <i>ou</i> τεύχεα IL ôter à qqn ses vêtements <i>ou</i> ses armes ; ἀπ. τινά déshabiller qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suivants de l'Act. : ao.2</i> [[ἀπέδυν]] &gt; <i>impér.</i> ἀπόδυθι, <i>part.</i> [[ἀποδύς]] ; <i>pf.</i> ἀποδέδυκα, <i>pqp.</i> ἀπεδεδύκειν, <i>et au Moy.</i> ἀποδύομαι, <i>f.</i> ἀποδύσομαι, <i>ao.</i> ἀπεδυσάμην) se déshabiller, se dévêtir : ἀπ. εἵματα OD ôter ses vêtements ; <i>abs.</i> [[ἀποδύς]] après avoir ôté ses vêtements ; ἀποδυσάμενος OD après avoir ôté le voile ; <i>en parl. d'athlètes</i> mettre bas ses vêtements (pour la lutte) ; se préparer : [[ἐπί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδύω''': [ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] δύω]. Ι. κατὰ μέλλ. -δύσω: ἀόρ. α΄ -έδῡσα, μεταβ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ἐπὶ ἀφαιρέσεως τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πεφονευμένων, 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀφαιρῶ τι ἀπό τινος, «ξεγυμνώνω», τεύχεα δ’ Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε Ἰλ. Σ. 83, πρβλ. τί τινος Πλάτ. Χαρμ. 154Ε. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπογυμνώνω, ἀπέδυσε τὰς… γυναῖκας Ἡρόδ. 5. 92, 7, πρβλ. Πλάτ. Ἐλεγ. 12. 3· ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (ἐνν. τοὺς ὁδοιπόρους) Ἀριστ. Ὄρν. 712, πρβλ. Θεσμ. 636, Ἐκκλ. 668: - Παθ., ἀπογυμνοῦμαι τῶν ἐνδυμάτων μου, οὔ τοι… τοῦτον ἀποδυθήσομαι (ἐνν. τὸν τρίβωνα) Ἀριστοφ. Σφ. 1122· ἵνα [[μήποτε]] κἀποδυθῇ μεθύων ὁ αὐτ. Βάτρ. 715, πρβλ. Πλ. 930· [[θοἰμάτιον]] ἀποδεδύσθαι Λυσίας 117. 7· ἀποδυόμενος, ἀπογυμνούμενος ἀπὸ τοῦ ὀστράκου αὑτοῦ, ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 33. ΙΙ. Μέσ.: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ α΄ -εδυσάμην Πλάτ. Πολ. 612Α (διάφ. γραφ. ἀπελυσάμεθα), Λυσ. παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 11. καὶ μεταγεν. συγγραφεῖς· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἀπέδυν: πρκμ. ἀποδέδῡκα (ὃς ἀπαντᾷ μετὰ μεταβατ. σημασίας ἐν Ξεν. Ἀν. 5. 8. 23· πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν): - ἀπογυμνώνω ἐμαυτόν, [[ἀπεκδύομαι]], εἵματα ταῦτ’ ἀποδὺς Ὀδ. Ε. 343· ἀπόδυθι… [[θοἰμάτιον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 214· τῶν ἱματίων ἀποδύσας (ἀορ. β΄ μετοχ. πληθ. θηλ.), τινὰς αὐτῶν ἀπογυμνωθείσας, [[αὐτόθι]] 656· ἀπ. τὸ [[γῆρας]], ἐπὶ ὄφεως ἀποβάλλοντος τὴν ἐπιδερμίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 17, 8· σῶμ’ ἀποδυσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403: - μεταφ., ἀπ. τὴν [[ὑπόκρισιν]] Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 7, 1. 2) ἀπολ., ἀποδυσάμενος (Σχολ. ἀπολυσ-), ἀπογυμνώσας, Ὀδ. Ε. 349 ἀποδύντες, γυμνωθέντες, ἀπεκδυθέντες, Θουκ. 1, 6 πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 236D· ἀποδύεσθαι εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἀπογυμνοῦσθαι δι’ ἀσκήσεις γυμνικάς, Πλουτ. Δημ. 6, Βροῦτ. 15· οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν, οἱ ἀπογυμνούμενοι διὰ τὴν παλαίστραν, δηλ. οἱ ἐν αὐτῇ γυμναζόμενοι, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1· εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 14: - μεταφ. ἀλλ’ ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν, ἀλλ’ ἂς ξεγυμνωθῶμεν καὶ ἂς ἐπέλθωμεν, ὅ ἐ. ἂς ἑτοιμασθῶμεν καὶ ἂς ἀρχίσωμεν τοὺς ἀναπαίστους, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 627, πρβλ. Βατρ. 641.
|lstext='''ἀποδύω''': [ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] δύω]. Ι. κατὰ μέλλ. -δύσω: ἀόρ. α΄ -έδῡσα, μεταβ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ἐπὶ ἀφαιρέσεως τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πεφονευμένων, 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀφαιρῶ τι ἀπό τινος, «ξεγυμνώνω», τεύχεα δ’ Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε Ἰλ. Σ. 83, πρβλ. τί τινος Πλάτ. Χαρμ. 154Ε. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπογυμνώνω, ἀπέδυσε τὰς… γυναῖκας Ἡρόδ. 5. 92, 7, πρβλ. Πλάτ. Ἐλεγ. 12. 3· ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (ἐνν. τοὺς ὁδοιπόρους) Ἀριστ. Ὄρν. 712, πρβλ. Θεσμ. 636, Ἐκκλ. 668: - Παθ., ἀπογυμνοῦμαι τῶν ἐνδυμάτων μου, οὔ τοι… τοῦτον ἀποδυθήσομαι (ἐνν. τὸν τρίβωνα) Ἀριστοφ. Σφ. 1122· ἵνα [[μήποτε]] κἀποδυθῇ μεθύων ὁ αὐτ. Βάτρ. 715, πρβλ. Πλ. 930· [[θοἰμάτιον]] ἀποδεδύσθαι Λυσίας 117. 7· ἀποδυόμενος, ἀπογυμνούμενος ἀπὸ τοῦ ὀστράκου αὑτοῦ, ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 33. ΙΙ. Μέσ.: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ α΄ -εδυσάμην Πλάτ. Πολ. 612Α (διάφ. γραφ. ἀπελυσάμεθα), Λυσ. παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 11. καὶ μεταγεν. συγγραφεῖς· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἀπέδυν: πρκμ. ἀποδέδῡκα (ὃς ἀπαντᾷ μετὰ μεταβατ. σημασίας ἐν Ξεν. Ἀν. 5. 8. 23· πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν): - ἀπογυμνώνω ἐμαυτόν, [[ἀπεκδύομαι]], εἵματα ταῦτ’ ἀποδὺς Ὀδ. Ε. 343· ἀπόδυθι… [[θοἰμάτιον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 214· τῶν ἱματίων ἀποδύσας (ἀορ. β΄ μετοχ. πληθ. θηλ.), τινὰς αὐτῶν ἀπογυμνωθείσας, [[αὐτόθι]] 656· ἀπ. τὸ [[γῆρας]], ἐπὶ ὄφεως ἀποβάλλοντος τὴν ἐπιδερμίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 17, 8· σῶμ’ ἀποδυσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403: - μεταφ., ἀπ. τὴν [[ὑπόκρισιν]] Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 7, 1. 2) ἀπολ., ἀποδυσάμενος (Σχολ. ἀπολυσ-), ἀπογυμνώσας, Ὀδ. Ε. 349 ἀποδύντες, γυμνωθέντες, ἀπεκδυθέντες, Θουκ. 1, 6 πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 236D· ἀποδύεσθαι εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἀπογυμνοῦσθαι δι’ ἀσκήσεις γυμνικάς, Πλουτ. Δημ. 6, Βροῦτ. 15· οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν, οἱ ἀπογυμνούμενοι διὰ τὴν παλαίστραν, δηλ. οἱ ἐν αὐτῇ γυμναζόμενοι, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1· εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 14: - μεταφ. ἀλλ’ ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν, ἀλλ’ ἂς ξεγυμνωθῶμεν καὶ ἂς ἐπέλθωμεν, ὅ ἐ. ἂς ἑτοιμασθῶμεν καὶ ἂς ἀρχίσωμεν τοὺς ἀναπαίστους, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 627, πρβλ. Βατρ. 641.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf., fut. et ao.)</i> déshabiller, dévêtir : τινα εἵματα <i>ou</i> τεύχεα IL ôter à qqn ses vêtements <i>ou</i> ses armes ; ἀπ. τινά déshabiller qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suivants de l'Act. : ao.2</i> [[ἀπέδυν]] &gt; <i>impér.</i> ἀπόδυθι, <i>part.</i> [[ἀποδύς]] ; <i>pf.</i> ἀποδέδυκα, <i>pqp.</i> ἀπεδεδύκειν, <i>et au Moy.</i> ἀποδύομαι, <i>f.</i> ἀποδύσομαι, <i>ao.</i> ἀπεδυσάμην) se déshabiller, se dévêtir : ἀπ. εἵματα OD ôter ses vêtements ; <i>abs.</i> [[ἀποδύς]] après avoir ôté ses vêtements ; ἀποδυσάμενος OD après avoir ôté le voile ; <i>en parl. d'athlètes</i> mettre bas ses vêtements (pour la lutte) ; se préparer : [[ἐπί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth