Anonymous

ἀπερίστατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht umstanden, a) einsam, hülflos, Phocyl.; D. L. 7, 5. – b) ohne Gefahren, gefahrlos, ῥᾳστῶναι Pol. 6, 44; übh. ohne Zufälligkeiten und Nebenumstände, Rhet. S. [[περίστασις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht umstanden, a) einsam, hülflos, Phocyl.; D. L. 7, 5. – b) ohne Gefahren, gefahrlos, ῥᾳστῶναι Pol. 6, 44; übh. ohne Zufälligkeiten und Nebenumstände, Rhet. S. [[περίστασις]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περιΐστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερίστᾰτος''': -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς [[ἵσταται]], [[ἑπομένως]], Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, [[ἀσφαλής]], Πολύβ. 6. 44, 8. 2) [[μονήρης]], [[μόνος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = [[ἄνευ]] περιστάσεων, δηλ. [[ἄνευ]] λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, [[οἷον]] ἀποκηρύσσει τις τὸν [[υἱόν]] ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ [[μήτε]] ἐκ προσώπου [[μήτε]] ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ.
|lstext='''ἀπερίστᾰτος''': -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς [[ἵσταται]], [[ἑπομένως]], Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, [[ἀσφαλής]], Πολύβ. 6. 44, 8. 2) [[μονήρης]], [[μόνος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = [[ἄνευ]] περιστάσεων, δηλ. [[ἄνευ]] λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, [[οἷον]] ἀποκηρύσσει τις τὸν [[υἱόν]] ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ [[μήτε]] ἐκ προσώπου [[μήτε]] ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περιΐστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml