Anonymous

ἀπεριλάλητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
}}
{{grml
{{grml