Anonymous

ἀπολιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. [[ἀπολιταργίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0312.png Seite 312]] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. [[ἀπολιταργίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire déguerpir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
|lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire déguerpir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λιβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml