Anonymous

ἀποκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, [[πρός]] τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; [[πρός]] τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0306.png Seite 306]] 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, [[πρός]] τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; [[πρός]] τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
}}
{{bailly
|btext=faire une tentative désespérée, courir un dernier risque ; <i>Pass.</i> être aventuré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κινδυνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκινδῡνεύω''': ἐπιχειρῶ τι ἐπικίνδυνον, τολμῶ τι ῥιψοκινδύνως, ῥίπτομαι εἰς ἔσχατον κίνδυνον, τὸ γὰρ ἀποκινδυνεύειν πρὸς ἀνθρώπους ἀπονενοημένους, οὐ πρὸς ἐκείνων [[μᾶλλον]] ἦν ἔτι ἢ πρὸς τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 7. 81· οὐ τῶν εὐτυχούντων ἦν τὸ ἀπ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 154· πειράσομαι… ἐν ὑμῖν ἀποκινδυνεύων, μανθάνειν δι’ ἐπικινδύνων δοκιμῶν, ἐπὶ ἀμαθοῦς ἰατροῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 5, Αἰσχίν. 41. 43· ἀπ. πάσαις δυνάμεσι Διον. Ἁλ. 3. 52· ἀπ. περὶ τῶν ὅλων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀποκινδ. τοῦτο Λυσ. 102. 15· μετ’ ἀπαρ., ἀποκινδυνεύετον… σοφόν τι λέγειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1108: ― Παθ., ἡμῖν ἀποκεκινδυνεύσεται τὰ χρήματα, θὰ περιέλθωσιν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Θουκ. 3. 39. ΙΙ. [[ἀποφεύγω]] τοὺς κινδύνους ἑτέρου, [[ἐγκαταλείπω]] αὐτὸν ἐν κινδύνῳ, φεύγοιμί σε καὶ ἀποκινδυνεύοιμί σου Φιλοστρ. 296.
|lstext='''ἀποκινδῡνεύω''': ἐπιχειρῶ τι ἐπικίνδυνον, τολμῶ τι ῥιψοκινδύνως, ῥίπτομαι εἰς ἔσχατον κίνδυνον, τὸ γὰρ ἀποκινδυνεύειν πρὸς ἀνθρώπους ἀπονενοημένους, οὐ πρὸς ἐκείνων [[μᾶλλον]] ἦν ἔτι ἢ πρὸς τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 7. 81· οὐ τῶν εὐτυχούντων ἦν τὸ ἀπ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 154· πειράσομαι… ἐν ὑμῖν ἀποκινδυνεύων, μανθάνειν δι’ ἐπικινδύνων δοκιμῶν, ἐπὶ ἀμαθοῦς ἰατροῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 5, Αἰσχίν. 41. 43· ἀπ. πάσαις δυνάμεσι Διον. Ἁλ. 3. 52· ἀπ. περὶ τῶν ὅλων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀποκινδ. τοῦτο Λυσ. 102. 15· μετ’ ἀπαρ., ἀποκινδυνεύετον… σοφόν τι λέγειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1108: ― Παθ., ἡμῖν ἀποκεκινδυνεύσεται τὰ χρήματα, θὰ περιέλθωσιν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Θουκ. 3. 39. ΙΙ. [[ἀποφεύγω]] τοὺς κινδύνους ἑτέρου, [[ἐγκαταλείπω]] αὐτὸν ἐν κινδύνῳ, φεύγοιμί σε καὶ ἀποκινδυνεύοιμί σου Φιλοστρ. 296.
}}
{{bailly
|btext=faire une tentative désespérée, courir un dernier risque ; <i>Pass.</i> être aventuré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κινδυνεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml