3,274,159
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] (s. [[κρίνω]]), 1) absondern, trennen, Hom. Il. 5, 12 ἀποκρινθέντε; ἀπεκρίθη τοῦ βαρβαρικοῦ τὸ Ἑλληνικόν Her. 1, 60; vgl. 194; ἀποκέκριται [[δίαιτα]] τοῖς ἀνθρώποις χωρὶς θηρίων 4, 24; ἐκ τοῦ πλήθους Plat. Rep. VIII, 564 e; χωρὶς ἀποκρίνων Tim. 73 b; [[ἀποκριτέον]], im Ggstz von [[ἐγκριτέον]], Rep. III, 413 d; einzeln bei Sp., αὐτοῖς [[αἷμα]] ἀποκρίνεσθαι Theophr. bei Ath. I, 18 c; – auswählen, ἓν δυοῖν κακοῖν Soph. O. R. 640; ἕνα ὑμῶν ἐξαίρετον Her. 6, 130; vgl. 3, 25; weihen, Ἡλίῳ Ael. H, A. 5, 39; von den Excrementen, aussondern, 2, 37. – 2) pass., εἴς τι, sich wohin absondern, hinneigen, πάντα ἐς τοῦτο ἀπεκρίθη Thuc. 2, 49, alle Krankheiten wurden zur Pest; εἰς ἄνεμον βορέην Luc. dea Syr. 28; ἀποκρίνεται εἴς τινα, es fällt auf ihn; Thuc. εἰς ἓν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι 1, 3; – auseinandergehen, von streitenden Parteien, 4, 72. – 3) aburtheilen, verwerfen, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν τοὺς ἀξίους Plat. Legg. VI, 751 d; τινὰ τῆς νίκης, Einem den Sieg absprechen, Arist. Polit. 5, 12; ἀποκριθήσομαι Plat. Legg. VII, 820 d. – 4) sich verantworten, Ar. Ach. 607; gew. antworten; Her. nur 5, 49 u. 8, 101, sonst ὑποκρίνασθαι; aber bei den Attikern häufig, τινί τι; πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον Plat. Prot. 338 d; πρὸς ἅπαντα ἀποκρινεῖσθαι Gorg. 447 c. Das perf. ist pass., [[καί]] μοι τοῦτο ἀποκεκρίσθω. Plat. Theaet. 187 b; vgl. Men. 75 c Gorg. 453 d; aber act. 468 c; [[ταῦτα]] τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν [[ἦμεν]] Prot. 358 a; Xen. An. 2, 1, 15; [[ἀποκριτέον]] Plat. Prot. 351 c. Der aor. ἀποκριθῆναι mit akt. Bdtg als [[varia lectio|v.l.]] Xen. An. 2, 1. 22, von den Atticisten verworfen, sicher bei Sp.; Plat. Alc. II, 149 b; N. T. z. B. Matth. 3, 15. 8, 3; vgl. Lob. zu Phryn. 108; ἀποκριθήσομαι LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] (s. [[κρίνω]]), 1) absondern, trennen, Hom. Il. 5, 12 ἀποκρινθέντε; ἀπεκρίθη τοῦ βαρβαρικοῦ τὸ Ἑλληνικόν Her. 1, 60; vgl. 194; ἀποκέκριται [[δίαιτα]] τοῖς ἀνθρώποις χωρὶς θηρίων 4, 24; ἐκ τοῦ πλήθους Plat. Rep. VIII, 564 e; χωρὶς ἀποκρίνων Tim. 73 b; [[ἀποκριτέον]], im Ggstz von [[ἐγκριτέον]], Rep. III, 413 d; einzeln bei Sp., αὐτοῖς [[αἷμα]] ἀποκρίνεσθαι Theophr. bei Ath. I, 18 c; – auswählen, ἓν δυοῖν κακοῖν Soph. O. R. 640; ἕνα ὑμῶν ἐξαίρετον Her. 6, 130; vgl. 3, 25; weihen, Ἡλίῳ Ael. H, A. 5, 39; von den Excrementen, aussondern, 2, 37. – 2) pass., εἴς τι, sich wohin absondern, hinneigen, πάντα ἐς τοῦτο ἀπεκρίθη Thuc. 2, 49, alle Krankheiten wurden zur Pest; εἰς ἄνεμον βορέην Luc. dea Syr. 28; ἀποκρίνεται εἴς τινα, es fällt auf ihn; Thuc. εἰς ἓν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι 1, 3; – auseinandergehen, von streitenden Parteien, 4, 72. – 3) aburtheilen, verwerfen, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν τοὺς ἀξίους Plat. Legg. VI, 751 d; τινὰ τῆς νίκης, Einem den Sieg absprechen, Arist. Polit. 5, 12; ἀποκριθήσομαι Plat. Legg. VII, 820 d. – 4) sich verantworten, Ar. Ach. 607; gew. antworten; Her. nur 5, 49 u. 8, 101, sonst ὑποκρίνασθαι; aber bei den Attikern häufig, τινί τι; πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον Plat. Prot. 338 d; πρὸς ἅπαντα ἀποκρινεῖσθαι Gorg. 447 c. Das perf. ist pass., [[καί]] μοι τοῦτο ἀποκεκρίσθω. Plat. Theaet. 187 b; vgl. Men. 75 c Gorg. 453 d; aber act. 468 c; [[ταῦτα]] τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν [[ἦμεν]] Prot. 358 a; Xen. An. 2, 1, 15; [[ἀποκριτέον]] Plat. Prot. 351 c. Der aor. ἀποκριθῆναι mit akt. Bdtg als [[varia lectio|v.l.]] Xen. An. 2, 1. 22, von den Atticisten verworfen, sicher bei Sp.; Plat. Alc. II, 149 b; N. T. z. B. Matth. 3, 15. 8, 3; vgl. Lob. zu Phryn. 108; ἀποκριθήσομαι LXX. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=séparer en triant, <i>d'où</i><br /><b>I. 1</b> séparer : ἀποκριθέντε IL les deux (héros) séparés (du gros de la troupe);<br /><b>2</b> marquer d'un signe distinctif, donner une forme particulière à, <i>acc. ; Pass.</i> être distingué, se distinguer : ἀπεκρίθη [[τοῦ]] Βαρβάρου τὸ Ἑλληνικόν HDT la nation grecque se distingua (toujours) des Barbares (par son habileté);<br /><b>3</b> déterminer, décider : [[ἐς]] [[τοῦτο]] πάντα ἀπεκρίθη THC toutes les maladies se résolurent en celle-là;<br /><b>II.</b> faire <i>ou</i> proposer un choix :<br /><b>1</b> faire un choix, choisir : [[τοῦ]] στρατοῦ [[πέντε]] μυριάδας HDT cinquante mille hommes dans l'armée;<br /><b>2</b> proposer un choix, donner à choisir : ἓν δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν SOPH (m')ayant donné à choisir entre deux maux;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρίνομαι (<i>f.</i> ἀποκρινοῦμαι, <i>ao.</i> ἀπεκρινάμην, <i>rar.</i> ἀπεκρίθην) répondre : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα à qqn ; ἀπ. τὸ ἐρωτηθέν THC <i>ou</i> τὸ ἐρωτώμενον XÉN répondre à la question ; [[τί]] τινι ἀπ. répondre qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[πίθηκος]] ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι [[χωρίς]], φυλαχθῆναι [[κεχωρισμένως]], ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ [[μηδὲ]] Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι, [[διότι]] καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, [[ὅπερ]] νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ [[ἀγών]], ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, [[διακεκριμένως]] σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ [[ἐκρέω]], ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· [[ἀλλά]], ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, [[διακρίνω]], πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, [[ἐκλέγω]] ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ [[μέτρον]] [[ὅμως]] δεικνύει ὅτι τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. [[ἀπορρίπτω]] μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν [[αὐτόθι]] 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. [[ἀποκριτέον]]. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. ([[διότι]] ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49., 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα ἤ [[πρός]] τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. [[οὐδέ]] γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· [[καλῶς]] ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]] ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον [[χωρίον]] ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, [[εἶναι]] δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ [[πολλάκις]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2. | |lstext='''ἀποκρίνω''': [ῑ]: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε [[κρίνω]]): - [[χωρίζω]], [[ἀποχωρίζω]], θέτω χωριστά, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 1, Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 8· χωρὶς ἀπ. Πλάτ. Πολιτικ. 302C, κ. ἀλλ.: - Παθ., χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, ἀποκρινθέντε, ἀποχωρισθέντες ἀπὸ τοῦ πλήθους (ἐπὶ δύο ἡρώων, προερχομένων ὡς προμάχων), Ἰλ. Ε. 12· ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[πίθηκος]] ᾔει θηρίων ἀποκριθείς Ἀρχίλ. 82· ἀπεκρίθη… τοῦ βαρβάρου ἔθνεος τὸ Ἑλληνικὸν Ἡρόδ. 1. 60· ἀποκριθῆναι [[χωρίς]], φυλαχθῆναι [[κεχωρισμένως]], ὁ αὐτ. 2. 36· διὰ τὸ [[μηδὲ]] Ἕλληνάς πω, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἀντίπαλον ἐς ἕν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι, [[διότι]] καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη δὲν διεκρίνοντο δι’ ἑνὸς κοινοῦ ὀνόματος, [[ὅπερ]] νὰ ἀντιστοιχῇ Θουκ. 1. 3· [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ διακριθῆναι, ἐπὶ ἀνταγωνιζομένων, χωρίζομαι πρὶν ἀποφασισθῇ ὁ [[ἀγών]], ὁ αὐτ. 4. 72: - Παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσι, [[διακεκριμένως]] σχηματίζομαι, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 3· ἀποχωρίζομαι ἀπὸ μίγματός τινος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐπὶ ζωϊκῶν ἀποκρίσεων ἤ ῥεύσεων, ἀποχωρίζομαι καὶ [[ἐκρέω]], ἀποβάλλομαι, ὁ αὐτ. 377. 51· [[ἀλλά]], ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη, ἅπασαι αἱ ἀσθένειαι κατέληξαν εἰς ταύτην μόνον, Θουκ. 2. 49, πρβλ. Foës. Oecon. Hipp. 2) σημειῶ δι’ ἰδιαιτέρου τύπου, [[διακρίνω]], πρύμνην Ἡρόδ. 1. 194· νόσημά τι ἀποκεκριμένον, διακρινόμενον παντὸς ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἕνα ὑμῶν ἀπ. ἐξαίρετον Ἡρόδ. 6. 130· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 946Α· ἀπ. τοῦ πεζοῦ, τοῦ στρατοῦ, [[ἐκλέγω]] ἐκ…, Ἡρόδ. 3. 17. 25· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν ἀπ., ἐκλέξας ἐκ δύο κακῶν τὸ ἕν, Σοφ. Ο. Τ. 640· (τὸ [[μέτρον]] [[ὅμως]] δεικνύει ὅτι τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἀλλ’ ἴδε σημ. καὶ διόρθωσιν Jebb ἐν τόπῳ). ΙΙΙ. [[ἀπορρίπτω]] μετὰ ἔρευναν καὶ ἐξέτασιν, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν Πλάτ. Νόμ. 751D· ἐγκρίνειν καὶ ἀποκρίνειν [[αὐτόθι]] 936Α· ἀπ. τινὰ τῆς νίκης, ἀποφασίζω ὅτι τις ἔχει ἀπολέσῃ τὴν νίκην, ἀποφασίζω περὶ αὐτῆς [[ἐναντίον]] τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966D· πρβλ. [[ἀποκριτέον]]. IV. Μέσ. ἀποκρίνομαι: μέλλ. -κρῐνοῦμαι κτλ.: ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὸν παθ. πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Πρωτ. 357Ε, Γοργ. 463C, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν παθ. σημασ. (ἴδε κατωτέρ.): - δίδω ἀπόκρισιν εἰς…, ἀπαντῶ εἰς ἐρώτησιν, κατὰ πρῶτον παρ’ Εὐρ. ([[διότι]] ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ ὑποκρίνεσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐξαιρέσει ἑνὸς ἤ δύο ἀμφιβόλων χωρίων, 5. 49., 8. 101), Βάκχ. 1272, Ι. Α. 1354· ἀπ. τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1245, κτλ.· ἀπ. [[πρός]] τινα ἤ [[πρός]] τι, πρὸς ἐρωτῶντα ἤ πρὸς ἐρώτησιν, Θουκ. 5. 42, κτλ., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α· ἀπ. εἰ…, Ἀριστοφ. Σφ. 964· ἀπ. ὅτι…, Θουκ. 1. 90: - μετ’ αἰτ., ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν, ἀποκρίνεσθαι εἰς τὴν ἐρώτησιν, ὁ αὐτ. 3. 61· πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49Α· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀπ. [[οὐδέ]] γρῦ Ἀριστοφ. Πλ. 17· ἀποκρίνεσθαί τι, δίδω ἀπόκρισιν, Θουκ. 8. 71, κτλ.· ἀπ. ἀπόκρισιν Πλάτ. Νόμ. 658C· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., τοῦτό μοι ἀποκεκρίσθω, τοῦτο ἔστω ἡ ἀπόκρισίς μου, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 187Β· [[καλῶς]] ἄν σοι ἀπεκέκριτο, ἡ ἁπόκρίσις σου θὰ ἦτο ἀρκετή, ὁ αὐτ. Γοργ. 453D· πρβλ. Μένωνα 75C· Εὐθύδ. 299D. 2) ἀποκρίνομαι πρὸς κατηγορίας, [[ὑπερασπίζω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ [[ἀπολογέομαι]], Ἐλμσλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 632· ὁ ἀποκρινόμενος, ὁ ἐναγόμενος, Ἀντιφῶν 143. 30, πρβλ. 119. 32. 3) ὁ παθ. ἀόρ. ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]] ἐν τῷ δοκίμῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ἐξαιρέσει τοῦ Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 4, καὶ τοῦ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. Β΄, 149Β, - ἄν τὸ πρῶτον [[χωρίον]] ἀνήκῃ εἰς τὸν Φερεκρ. καὶ ὁ Διάλογος εἰς τὸν Πλάτωνα· ἀλλ’ εὕρηται ἐν Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 349D, 577D, [[εἶναι]] δὲ πολὺ κοινὸν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. καὶ [[πολλάκις]] εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον δοκίμων Ἀττ. συγγραφ., ὡς ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 22· πρβλ. Ἀμμώνιον 21, Λοβ. Φρύν. 108. 4) ἀπ. τοῖς πράγμασι, εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀνταπεξέλθω πρὸς τὰς περιστάσεις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 2. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |