Anonymous

ἀποδακρύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>abs. [[llorar]] Ar.<i>V</i>.983<br /><b class="num">•</b>[[derramar lágrimas]] (por un colirio), Arist.<i>Pr</i>.958<sup>b</sup>6, cf. Luc.<i>Peregr</i>.45, Gal.12.751<br /><b class="num">•</b>c. ac. [[llorar por]] με Pl.<i>Phd</i>.116d, τὴν ἀνάγκην Plu.<i>Sull</i>.12.<br /><b class="num">2</b> fig. [[gotear]] de árboles ῥητίνην Plu.2.640c.<br /><b class="num">II</b> [[cesar de llorar]] ἀπολοφυράμενοι ... καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox.<i>Fr</i>.124, cf. Orus B 31, <i>AB</i> 427.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>abs. [[llorar]] Ar.<i>V</i>.983<br /><b class="num">•</b>[[derramar lágrimas]] (por un colirio), Arist.<i>Pr</i>.958<sup>b</sup>6, cf. Luc.<i>Peregr</i>.45, Gal.12.751<br /><b class="num">•</b>c. ac. [[llorar por]] με Pl.<i>Phd</i>.116d, τὴν ἀνάγκην Plu.<i>Sull</i>.12.<br /><b class="num">2</b> fig. [[gotear]] de árboles ῥητίνην Plu.2.640c.<br /><b class="num">II</b> [[cesar de llorar]] ἀπολοφυράμενοι ... καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox.<i>Fr</i>.124, cf. Orus B 31, <i>AB</i> 427.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pleurer sur, acc.;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'arbres</i> laisser couler (de la gomme, de la résine, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δακρύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδακρύω''': [ῡ], [[δακρύω]] [[περί]] τινος, [[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]], καὶ νῦν ὡς γενναίως με ἀποδακρύει Πλάτ. Φαίδων 116D· ἀπεδάκρυσε τὴν ἀνάγκην, ἔκλαυσεν ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην (νὰ συλήσῃ τὰ ἱερὰ), Πλουτ. Σύλλ. 12. 2) ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμήν, ἐδάκρυσα [[ἐναντίον]] τῆς γνώμης μου, χωρὶς δηλ. νὰ ἔχω σκοπὸν νὰ δακρύσω, Ἀριστοφ. Σφ. 983. 3) χέω δάκρυα προκληθέντα ἐκ δριμέος φαρμάκου ἢ κρομμύου, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 9· εἶδον αὐτὸν ἐγκεχρισμένον, ὡς ἀποδακρύσειε τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Λουκ. Περεγρ. 45. 4) ἐπὶ δένδρων, [[δακρύω]], [[στάζω]] [[κόμμι]], κτλ.· τὰ εἰρημένα δένδρα πίονα ἔχει τὴν φύσιν, [[ὥστε]] πίτταν ἀποδακρύειν καὶ ῥητίνην Πλούτ. 2. 640D. ΙΙ. παύομαι δακρύων, Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 632Β· «ἀποδακρύσας: οὐ σημαίνει τὸ δακρῦσαι, ἀλλὰ τὸ παύσασθαι δακρύοντα» Α. Β. 427, 20· πρβλ. [[ἀπολοφύρομαι]], [[ἀπαλγέω]].
|lstext='''ἀποδακρύω''': [ῡ], [[δακρύω]] [[περί]] τινος, [[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]], καὶ νῦν ὡς γενναίως με ἀποδακρύει Πλάτ. Φαίδων 116D· ἀπεδάκρυσε τὴν ἀνάγκην, ἔκλαυσεν ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην (νὰ συλήσῃ τὰ ἱερὰ), Πλουτ. Σύλλ. 12. 2) ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμήν, ἐδάκρυσα [[ἐναντίον]] τῆς γνώμης μου, χωρὶς δηλ. νὰ ἔχω σκοπὸν νὰ δακρύσω, Ἀριστοφ. Σφ. 983. 3) χέω δάκρυα προκληθέντα ἐκ δριμέος φαρμάκου ἢ κρομμύου, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 9· εἶδον αὐτὸν ἐγκεχρισμένον, ὡς ἀποδακρύσειε τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Λουκ. Περεγρ. 45. 4) ἐπὶ δένδρων, [[δακρύω]], [[στάζω]] [[κόμμι]], κτλ.· τὰ εἰρημένα δένδρα πίονα ἔχει τὴν φύσιν, [[ὥστε]] πίτταν ἀποδακρύειν καὶ ῥητίνην Πλούτ. 2. 640D. ΙΙ. παύομαι δακρύων, Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 632Β· «ἀποδακρύσας: οὐ σημαίνει τὸ δακρῦσαι, ἀλλὰ τὸ παύσασθαι δακρύοντα» Α. Β. 427, 20· πρβλ. [[ἀπολοφύρομαι]], [[ἀπαλγέω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pleurer sur, acc.;<br /><b>2</b> <i>en parl. d'arbres</i> laisser couler (de la gomme, de la résine, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δακρύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml