Anonymous

ἀνύποπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non suspect.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὕποπτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνύποπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.
|lstext='''ἀνύποπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non suspect.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὕποπτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml