Anonymous

ἀποφθεγματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ [[βραχυλόγος]] Plut. Lyc. 19; [[βραχυλογία]] Brut. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ [[βραχυλόγος]] Plut. Lyc. 19; [[βραχυλογία]] Brut. 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a un sens profond;<br /><b>2</b> qui parle par sentences.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόφθεγμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
|lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a un sens profond;<br /><b>2</b> qui parle par sentences.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόφθεγμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml