3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] (s. [[φεύγω]]), 1) entfliehen, ὕβριν Pind. P. 11, 56; τοὺς ἐπιδιώξαντας Her. 6, 104; κῆρα Soph. Phil. 1151; νόσον Plat. Tim. 44 c, u. so öfter, auch absol., wie Folgde (vgl. [[ἀποδιδράσκω]]). – 2) vor Gericht freigesprochen werden, loskommen, Ggstz [[ἁλίσκομαι]] Her. 2, 174; Plat. Apol. 35 c; oft bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 8; τὴν δίκην, τὰς εὐθύνας, Plat. Apol. 38 d Legg. XII, 946 d; mit doppeltem accus., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας, ἅς μοι ἐνεκάλουν Dem. 40, 19. – 3) τοῦ ἐμβρύου, παιδίου, das Kind in der Geburt loswerden, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] (s. [[φεύγω]]), 1) entfliehen, ὕβριν Pind. P. 11, 56; τοὺς ἐπιδιώξαντας Her. 6, 104; κῆρα Soph. Phil. 1151; νόσον Plat. Tim. 44 c, u. so öfter, auch absol., wie Folgde (vgl. [[ἀποδιδράσκω]]). – 2) vor Gericht freigesprochen werden, loskommen, Ggstz [[ἁλίσκομαι]] Her. 2, 174; Plat. Apol. 35 c; oft bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 8; τὴν δίκην, τὰς εὐθύνας, Plat. Apol. 38 d Legg. XII, 946 d; mit doppeltem accus., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας, ἅς μοι ἐνεκάλουν Dem. 40, 19. – 3) τοῦ ἐμβρύου, παιδίου, das Kind in der Geburt loswerden, Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποφεύξομαι;<br /><b>1</b> échapper à, se soustraire à, acc. ; <i>abs.</i> sortir sain et sauf;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> ἀπ. τοὺς διώκοντας HDT se tirer d'une poursuite judiciaire, <i>càd</i> être acquitté ; <i>abs.</i> être acquitté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, [[διαφεύγω]], μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον μετὰ γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, [[ἐκφεύγω]] [[σῶος]], Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., [[ἐπίσης]] ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλίσκομαι]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579. | |lstext='''ἀποφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]] καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, [[διαφεύγω]], μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον μετὰ γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, [[ἐκφεύγω]] [[σῶος]], Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., [[ἐπίσης]] ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἁλίσκομαι]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |