Anonymous

ἀπομόργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] (s. [[ὀμόργνυμι]]), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ [[ἄμφω]] χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήθεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο [[δάκρυ]] Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ [[παρειάς]]; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] (s. [[ὀμόργνυμι]]), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ [[ἄμφω]] χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήθεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο [[δάκρυ]] Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ [[παρειάς]]; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire sortir en pressant <i>ou</i> en essuyant : [[αἷμα]] IL étancher du sang;<br /><b>2</b> essuyer, purifier : πρόσωπα IL essuyer le visage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπομόργνυμαι;<br /><b>1</b> ôter en essuyant sur soi, essuyer, acc.;<br /><b>2</b> essuyer sur soi : χερσὶ παρειάς OD essuyer ses joues avec ses mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομόργνῡμι''': μέλλ. -μόρξω: [[ἀπομάσσω]], [[ἀποσπογγίζω]], ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ [[αὐτόθι]] 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα [[αὐτόθι]] 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) [[σπογγίζω]] ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.
|lstext='''ἀπομόργνῡμι''': μέλλ. -μόρξω: [[ἀπομάσσω]], [[ἀποσπογγίζω]], ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ [[αὐτόθι]] 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα [[αὐτόθι]] 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) [[σπογγίζω]] ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire sortir en pressant <i>ou</i> en essuyant : [[αἷμα]] IL étancher du sang;<br /><b>2</b> essuyer, purifier : πρόσωπα IL essuyer le visage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπομόργνυμαι;<br /><b>1</b> ôter en essuyant sur soi, essuyer, acc.;<br /><b>2</b> essuyer sur soi : χερσὶ παρειάς OD essuyer ses joues avec ses mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml