Anonymous

ἀπφά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0341.png Seite 341]] oder ἄπφα, schmeichelnde Anrede, der Geschwister unter einander, auch Verliebter, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0341.png Seite 341]] oder ἄπφα, schmeichelnde Anrede, der Geschwister unter einander, auch Verliebter, Suid.
}}
{{bailly
|btext=<i>indécl.</i><br /><i>c.</i> [[ἄπφα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπφά''': ἢ ἄπφα, θωπευτικὴ [[προσαγόρευσις]] [[κυρίως]] μεταξὺ ἀδελφῶν, «ὅτι τῶν συγγενικῶν ὀνομάτων τὰ μέν ἐστι κοινὰ πάντων, [[οἷον]] [[πατήρ]], [[μήτηρ]], ἀδελφὸς καὶ τὰ ὅμοια· [[λέγω]] δὲ ὅτι πᾶς ἂν εἴποι πατέρα τὸν [[δεῖνα]] τοῦ [[δεῖνος]], καὶ υἱὸν καὶ ἀδελφόν· τὰ δὲ ἐκ τοῦ προσώπου λέγεται ἰδίως, [[οἷον]] ἄπφαν τὴν ἀδελφὴν Ἀττικῶς μόνη ἡ ἀδελφὴ εἴποι ἄν, καὶ [[πάμπαν]] τὸν πατέρα [[μόνος]] ὁ [[παῖς]]… Ἰστέον δὲ ὅτι ἐκ τοῦ ἄπφα γίνεται καὶ τὸ ἄπφιον, [[ὑποκόρισμα]] ὄν ἐρωμένης· τινὲς δὲ καὶ τὸ ἄπφα ὑποκόρισμά φασιν Ἀττικόν· ὁ μέν τοι ἀπφὺς παρὰ Θεοκρίτῳ πατρὸς [[κλῆσις]], ἣν [[βρέφος]] ἂν προσείποι, πατέρα τὸν ἀφ’ οὗ ἔφυ· τιοῦτον γάρ τι ἡ [[λέξις]] ὑποβάλλει νοεῖν» Εὐστ. 565. 23· πρβλ. Σουΐδ. ἴδε λέξεις ἄππα, ἄττα, πάππα, πέττα.
|lstext='''ἀπφά''': ἢ ἄπφα, θωπευτικὴ [[προσαγόρευσις]] [[κυρίως]] μεταξὺ ἀδελφῶν, «ὅτι τῶν συγγενικῶν ὀνομάτων τὰ μέν ἐστι κοινὰ πάντων, [[οἷον]] [[πατήρ]], [[μήτηρ]], ἀδελφὸς καὶ τὰ ὅμοια· [[λέγω]] δὲ ὅτι πᾶς ἂν εἴποι πατέρα τὸν [[δεῖνα]] τοῦ [[δεῖνος]], καὶ υἱὸν καὶ ἀδελφόν· τὰ δὲ ἐκ τοῦ προσώπου λέγεται ἰδίως, [[οἷον]] ἄπφαν τὴν ἀδελφὴν Ἀττικῶς μόνη ἡ ἀδελφὴ εἴποι ἄν, καὶ [[πάμπαν]] τὸν πατέρα [[μόνος]] ὁ [[παῖς]]… Ἰστέον δὲ ὅτι ἐκ τοῦ ἄπφα γίνεται καὶ τὸ ἄπφιον, [[ὑποκόρισμα]] ὄν ἐρωμένης· τινὲς δὲ καὶ τὸ ἄπφα ὑποκόρισμά φασιν Ἀττικόν· ὁ μέν τοι ἀπφὺς παρὰ Θεοκρίτῳ πατρὸς [[κλῆσις]], ἣν [[βρέφος]] ἂν προσείποι, πατέρα τὸν ἀφ’ οὗ ἔφυ· τιοῦτον γάρ τι ἡ [[λέξις]] ὑποβάλλει νοεῖν» Εὐστ. 565. 23· πρβλ. Σουΐδ. ἴδε λέξεις ἄππα, ἄττα, πάππα, πέττα.
}}
{{bailly
|btext=<i>indécl.</i><br /><i>c.</i> [[ἄπφα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπφά]] κ. ἄπφα (Α)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] που χρησιμοποιείται από αδελφούς και αδελφές ή εραστές και ερωμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. υποκοριστικής σημασίας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άττα]], [[άππα]], <i>πάππα</i>].
|mltxt=[[ἀπφά]] κ. ἄπφα (Α)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] που χρησιμοποιείται από αδελφούς και αδελφές ή εραστές και ερωμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. υποκοριστικής σημασίας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άττα]], [[άππα]], <i>πάππα</i>].
}}
}}