Anonymous

ἀποτίθημι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τίθημι]]), 1) ablegen, act. Od. 14, 276 ἀπὸ κρατὸς κυνέην ἔθηκα, med. ἀπὸ χλαῖναν θέτο Od. 14, 500, ἀπ' ὤμοιιν χλαῖναν θέτο Od. 21, 118, ἀπὸ [[ξίφος]] θέτ' ὤμων 119; τεύχεα ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Iliad. 3, 89; φύσας ἀποθείομαι ὅπλα τε πάντα Iliad. 18, 409; ἁποθέσθαι ἐνιπήν 5, 492; so ῥᾳθυμίαν Dem. 8, 46; όργήν Plut. Cor. 19; ἀρχὴν ἀποτίθεσθαι, niederlegen, Pol. 5, 1; πόλεμον, beilegen, 5, 106, 1; [[νεῖκος]] ἀποθέσθαι Pind. Ol. 11, 42; ἀφροδίταν πολλήν, Liebesgluth unterdrücken, Eur. I. A. 557; vgl. Plut. Coriol. 19 Pomp. 23. – Kinder aussetzen, Ggstz τρέφειν, Plat. Theaet. 161 a. – Vgl. [[ἀπόθεστος]]. – 2) bei Seite legen, bes. med., für sich, d. i. aufbewahren; act. Iliad. 16, 254 [[δέπας]] ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ; Xen. Cyr. 6, 1, 25; Dem. 49, 31 u. sonst; τὰ χαλεπὰ εἰς τὸ [[γῆρας]], aufsparen, Xen. Mem. 2, 1, 31; εἰς [[αὖθις]], auf ein andermal verschieben, Plat. Euthyd. 275 a Gorg. 449 b; sparen, Legg. X, 857 c; εἰς [[δεσμωτήριον]] ἀποτεθέντες Lycurg. 112, wie εἰς φυλακήν, in Verwahrsam geben, Pol. 24, 8, 8; D. Sic.; χρόνον εἴς τι, Zeit auf etwas verwenden, Pol. 17, 9, 10; [[χάριν]] ἐν πολλοῖς, sich Dank verdienen, 6, 2, 15. – Bei Call. Iov. 15 κόλπων, aus dem Schooße ablegen, gebären.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τίθημι]]), 1) ablegen, act. Od. 14, 276 ἀπὸ κρατὸς κυνέην ἔθηκα, med. ἀπὸ χλαῖναν θέτο Od. 14, 500, ἀπ' ὤμοιιν χλαῖναν θέτο Od. 21, 118, ἀπὸ [[ξίφος]] θέτ' ὤμων 119; τεύχεα ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Iliad. 3, 89; φύσας ἀποθείομαι ὅπλα τε πάντα Iliad. 18, 409; ἁποθέσθαι ἐνιπήν 5, 492; so ῥᾳθυμίαν Dem. 8, 46; όργήν Plut. Cor. 19; ἀρχὴν ἀποτίθεσθαι, niederlegen, Pol. 5, 1; πόλεμον, beilegen, 5, 106, 1; [[νεῖκος]] ἀποθέσθαι Pind. Ol. 11, 42; ἀφροδίταν πολλήν, Liebesgluth unterdrücken, Eur. I. A. 557; vgl. Plut. Coriol. 19 Pomp. 23. – Kinder aussetzen, Ggstz τρέφειν, Plat. Theaet. 161 a. – Vgl. [[ἀπόθεστος]]. – 2) bei Seite legen, bes. med., für sich, d. i. aufbewahren; act. Iliad. 16, 254 [[δέπας]] ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ; Xen. Cyr. 6, 1, 25; Dem. 49, 31 u. sonst; τὰ χαλεπὰ εἰς τὸ [[γῆρας]], aufsparen, Xen. Mem. 2, 1, 31; εἰς [[αὖθις]], auf ein andermal verschieben, Plat. Euthyd. 275 a Gorg. 449 b; sparen, Legg. X, 857 c; εἰς [[δεσμωτήριον]] ἀποτεθέντες Lycurg. 112, wie εἰς φυλακήν, in Verwahrsam geben, Pol. 24, 8, 8; D. Sic.; χρόνον εἴς τι, Zeit auf etwas verwenden, Pol. 17, 9, 10; [[χάριν]] ἐν πολλοῖς, sich Dank verdienen, 6, 2, 15. – Bei Call. Iov. 15 κόλπων, aus dem Schooße ablegen, gebären.
}}
{{bailly
|btext=déposer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτίθεμαι (<i>f.</i> ἀποθήσομαι, <i>ao.</i> ἀπεθηκάμην, <i>ao.2</i> ἀπεθέμην);<br /><b>1</b> déposer : τεύχεα IL, στολήν HDT ses armes, sa robe ; <i>fig.</i> ἀρχήν PLUT déposer une magistrature ; ὀργήν PLUT laisser tomber sa colère, se calmer;<br /><b>2</b> remettre, différer : [[εἰσαῦθις]] EUR remettre à une autre fois;<br /><b>3</b> écarter de soi : ἐνιπήν IL un reproche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτίθημι''': μέλλ. -θήσω: - ἀποθέτω, ἐναποθέτω, βάλλω κατὰ [[μέρος]], θέτω, [[δέπας]] δ’ ἀπέθηκ’ ἐνὶ χηλῷ Ἰλ. Π. 254, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἀπ. εἰς [[δεσμωτήριον]] Λυκοῦργ. 164. 2: ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 3. 2) ἐκθέτω [[βρέφος]], Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· πρβλ. [[ἀπόθεσις]] ΙΙ. 2, κατωτέρ. ΙΙ 6. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίθεμαι, τεύχεα κάλ’ ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί, νὰ τὰ θέσωσι κατὰ γῆς, Ἰλ. Γ. 89· τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν, ἀποβαλὼν, ἀπεκδυθείς, Ἡρόδ. 4. 78· ἀπ. κόμας, [[ἀποκόπτω]] ὡς [[σημεῖον]] πένθους, (πρβλ. [[κείρω]]) Εὐρ. Ἑλ. 367· ἀπ. τὸν νόμον, θέτω αὐτὸν κατὰ [[μέρος]], ὅ ἐ. δὲν τὸν φυλάττω, τὸν [[παραβαίνω]], Θουκ. 1.77· ἀπ. τὰν Ἀφροδίταν, [[καταπνίγω]] τὴν ἐπιθυμίαν, Εὐρ. Ι. Α. 558· ἀπ. ῥᾳθυμίαν Δημ. 42. 32., 101. 6· ὀργὴν Πλουτ. Κορ. 19· ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πομπ. 23. 2) [[ἀποβάλλω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποφεύγω]] τι μισητόν, ἀποθέσθαι ἐνιπήν, ἀποφυγεῖν τὸ [[ὄνειδος]], Ἰλ. Ε. 492, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760, Πινδ. Ο. 8. 90 (κατ’ ἀόρ. ἀπεθήκατο), 10 (11), 47. 3) θέτω κατὰ [[μέρος]] δι’ ἐμαυτόν, ἀποθηκεύω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1219, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15· ἀπ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]], ἀποτίθεσθαί τινα εἰς φυλακήν, Πολύβ. 24.8,8· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4) ἀποτίθεσθαι εἰς [[αὖθις]], [[ἀναβάλλω]], Εὐρ. Ι. Τ. 376, Πλάτ. Γοργ. 449Β, Ξεν. Συμπ. 2.7, κτλ.: - ἀπ. τιμωρίας εἰς τοὺς παῖδας Λυσ. Ἀποσπ. 31.3. 5) διατηρῶ, φυλάττω [[ὀπίσω]], Πλάτ. Νόμ. 837C, Δείναρχ. 94. 6. 6) ἀπεθήκατο κόλπον, ἐπὶ γυναικός, κατέθηκε τὸ [[φορτίον]] τῆς γαστρὸς αὑτῆς, ὅ ἐ. ἔτεκε, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἄρτεμ. 25, πρβλ. Στράβ. 485: - [[ἀλλά]], 7) μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων, νὰ μὴ ἐκθέτῃ τις κανὲν ἐκ τῶν τέκνων του, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15· πρβλ. [[ἀπόθεσις]] ΙΙ. 2. 8) ἀπ. χρόνον εἴς τι, ἀφιερῶ χρόνον, Πολύβ. 17. 9.10.
|lstext='''ἀποτίθημι''': μέλλ. -θήσω: - ἀποθέτω, ἐναποθέτω, βάλλω κατὰ [[μέρος]], θέτω, [[δέπας]] δ’ ἀπέθηκ’ ἐνὶ χηλῷ Ἰλ. Π. 254, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἀπ. εἰς [[δεσμωτήριον]] Λυκοῦργ. 164. 2: ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 3. 2) ἐκθέτω [[βρέφος]], Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· πρβλ. [[ἀπόθεσις]] ΙΙ. 2, κατωτέρ. ΙΙ 6. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίθεμαι, τεύχεα κάλ’ ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί, νὰ τὰ θέσωσι κατὰ γῆς, Ἰλ. Γ. 89· τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν, ἀποβαλὼν, ἀπεκδυθείς, Ἡρόδ. 4. 78· ἀπ. κόμας, [[ἀποκόπτω]] ὡς [[σημεῖον]] πένθους, (πρβλ. [[κείρω]]) Εὐρ. Ἑλ. 367· ἀπ. τὸν νόμον, θέτω αὐτὸν κατὰ [[μέρος]], ὅ ἐ. δὲν τὸν φυλάττω, τὸν [[παραβαίνω]], Θουκ. 1.77· ἀπ. τὰν Ἀφροδίταν, [[καταπνίγω]] τὴν ἐπιθυμίαν, Εὐρ. Ι. Α. 558· ἀπ. ῥᾳθυμίαν Δημ. 42. 32., 101. 6· ὀργὴν Πλουτ. Κορ. 19· ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πομπ. 23. 2) [[ἀποβάλλω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποφεύγω]] τι μισητόν, ἀποθέσθαι ἐνιπήν, ἀποφυγεῖν τὸ [[ὄνειδος]], Ἰλ. Ε. 492, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760, Πινδ. Ο. 8. 90 (κατ’ ἀόρ. ἀπεθήκατο), 10 (11), 47. 3) θέτω κατὰ [[μέρος]] δι’ ἐμαυτόν, ἀποθηκεύω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1219, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15· ἀπ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 8· [[ὡσαύτως]], ἀποτίθεσθαί τινα εἰς φυλακήν, Πολύβ. 24.8,8· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4) ἀποτίθεσθαι εἰς [[αὖθις]], [[ἀναβάλλω]], Εὐρ. Ι. Τ. 376, Πλάτ. Γοργ. 449Β, Ξεν. Συμπ. 2.7, κτλ.: - ἀπ. τιμωρίας εἰς τοὺς παῖδας Λυσ. Ἀποσπ. 31.3. 5) διατηρῶ, φυλάττω [[ὀπίσω]], Πλάτ. Νόμ. 837C, Δείναρχ. 94. 6. 6) ἀπεθήκατο κόλπον, ἐπὶ γυναικός, κατέθηκε τὸ [[φορτίον]] τῆς γαστρὸς αὑτῆς, ὅ ἐ. ἔτεκε, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἄρτεμ. 25, πρβλ. Στράβ. 485: - [[ἀλλά]], 7) μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων, νὰ μὴ ἐκθέτῃ τις κανὲν ἐκ τῶν τέκνων του, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15· πρβλ. [[ἀπόθεσις]] ΙΙ. 2. 8) ἀπ. χρόνον εἴς τι, ἀφιερῶ χρόνον, Πολύβ. 17. 9.10.
}}
{{bailly
|btext=déposer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτίθεμαι (<i>f.</i> ἀποθήσομαι, <i>ao.</i> ἀπεθηκάμην, <i>ao.2</i> ἀπεθέμην);<br /><b>1</b> déposer : τεύχεα IL, στολήν HDT ses armes, sa robe ; <i>fig.</i> ἀρχήν PLUT déposer une magistrature ; ὀργήν PLUT laisser tomber sa colère, se calmer;<br /><b>2</b> remettre, différer : [[εἰσαῦθις]] EUR remettre à une autre fois;<br /><b>3</b> écarter de soi : ἐνιπήν IL un reproche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τίθημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth