Anonymous

ἀπονοσφίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0317.png Seite 317]] absondern, τινά τινος, trennen, berauben, H. h. Cer. 158; Soph. Phil. 967; τί, rauben, Orph. Arg. 679; aber μαντεῖα ἀπ. O. R. 480 = vermeiden, Schol. ἐκφεύγειν. – Pass., beraubt werden, ἐδωδήν H. h. Merc. 562.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπονοσφίσω, <i>att.</i> ἀπονοσφιῶ;<br /><b>1</b> séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;<br /><b>2</b> chercher à frustrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοσφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.
|lstext='''ἀπονοσφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀποστερῶ, [[χωρίζω]], δὲν [[δέχομαι]], [[ἀποδιώκω]], [[τάων]] οὐκ ἄν τίς σε… δόμων ἀπονοσφίσσειεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 158· με [[μοῖρα]] φίλων ἀπονενόσφικεν Ἐπιγραφ. Newton σ. 755: ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Κύριλλ. 371D, κτλ. 2) ἀφαιρῶ, [[ἁρπάζω]] τι διὰ τῆς βίας [[παρά]] τινος. ὅδ’ ἧν ἄρα ὁ ξυλλαβών με καπονοσφίσας ὅπλων Σοφ. Φ. 979: ― Παθ., ἀποστεροῦμαι τινος, ἐδωδήν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 562. ΙΙ. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[φεύγω]] ἀπό τινος, προσπαθῶ ν’ ἀπομακρύνω τι ἀπ’ ἐμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 480.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπονοσφίσω, <i>att.</i> ἀπονοσφιῶ;<br /><b>1</b> séparer de, éloigner ; dérober, voler : τινα ὅπλων SOPH dérober à qqn ses armes;<br /><b>2</b> chercher à frustrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοσφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml