Anonymous

ἀρίζηλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] 1) = [[ἀρίδηλος]], sehr deutlich; fem. ἀριζήλη [[φωνή]] Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν [[θεός]], daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. [[ἀίδηλος]] u. [[ἀίζηλος]]; – [[ἀστήρ]] Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] 1) = [[ἀρίδηλος]], sehr deutlich; fem. ἀριζήλη [[φωνή]] Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν [[θεός]], daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. [[ἀίδηλος]] u. [[ἀίζηλος]]; – [[ἀστήρ]] Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très clair, brillant.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, *[[ζῆλος]]=[[δῆλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίζηλος''': -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς [[ἐναργής]], Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «[[μεγάλως]] ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, [[ὥστε]] θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· [[οὕτως]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, [[ῥεῖα]] δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει [[ἀΐζηλος]]. ΙΙ. ([[ζῆλος]]) = [[ἀριζήλωτος]] μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· [[μεγάλως]], [[ὅθεν]] καὶ [[ἀρίζηλος]] ὁ [[μεγάλως]] [[ζηλωτός]]».
|lstext='''ἀρίζηλος''': -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς [[ἐναργής]], Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «[[μεγάλως]] ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, [[ὥστε]] θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· [[οὕτως]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, [[ῥεῖα]] δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει [[ἀΐζηλος]]. ΙΙ. ([[ζῆλος]]) = [[ἀριζήλωτος]] μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· [[μεγάλως]], [[ὅθεν]] καὶ [[ἀρίζηλος]] ὁ [[μεγάλως]] [[ζηλωτός]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très clair, brillant.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, *[[ζῆλος]]=[[δῆλος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth