Anonymous

ἀράχνιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] τό, 1) Spinngewebe, ἠύτ' ἀράχνια λεπτά Od. 8, 280, εὐνὴ κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16, 35; Arist. u. Sp., Nicarch. 16 (XI, 110). Plut. Sol. 5. – 2) Dim. von [[ἀράχνη]], kleine Spinne, Arist. H. A. 5, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] τό, 1) Spinngewebe, ἠύτ' ἀράχνια λεπτά Od. 8, 280, εὐνὴ κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16, 35; Arist. u. Sp., Nicarch. 16 (XI, 110). Plut. Sol. 5. – 2) Dim. von [[ἀράχνη]], kleine Spinne, Arist. H. A. 5, 27.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fil <i>ou</i> toile d'araignée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀράχνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀράχνιον''': τό, τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], Λατ. aranea, ἠΰτ’ ἀράχνια λεπτά Ὀδ. Θ. 280., Π. 35, Κρατῖν. ἐν «πυτίνῃ» 18, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 3, Πλατ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 7, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ἀραχνίδιον, τό, Ἰω. Χρ. τ. 3. σ. 514. 2) νόσημά τι τῶν ἐλαιοδένδρων, γίνεται δέ καί [[ἄλλο]] [[νόσημα]] περὶ τάς ἐλαίας, [[ἀράχνιον]] καλούμενον· φύεται γάρ τοῦτο καί διαφθείρει τόν καρπόν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀράχνη]], μικρά [[ἀράχνη]], «σφαλαγγουράκι», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 1., 9. 39, 1. [ᾰρᾱχν- Ὅμ.· ᾰρᾰχν- Κωμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω].
|lstext='''ἀράχνιον''': τό, τὸ [[ὕφασμα]] τῆς [[ἀράχνης]], Λατ. aranea, ἠΰτ’ ἀράχνια λεπτά Ὀδ. Θ. 280., Π. 35, Κρατῖν. ἐν «πυτίνῃ» 18, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 3, Πλατ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 7, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], ἀραχνίδιον, τό, Ἰω. Χρ. τ. 3. σ. 514. 2) νόσημά τι τῶν ἐλαιοδένδρων, γίνεται δέ καί [[ἄλλο]] [[νόσημα]] περὶ τάς ἐλαίας, [[ἀράχνιον]] καλούμενον· φύεται γάρ τοῦτο καί διαφθείρει τόν καρπόν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀράχνη]], μικρά [[ἀράχνη]], «σφαλαγγουράκι», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 1., 9. 39, 1. [ᾰρᾱχν- Ὅμ.· ᾰρᾰχν- Κωμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fil <i>ou</i> toile d'araignée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀράχνη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth