Anonymous

ἀργινόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀργεννόεις]] Pi.<i>P</i>.4.8<br />[[blanco]], [[brillante]] de ciudades y accidentes geográficos Λύκαστος <i>Il</i>.2.647, Κάμειρος <i>Il</i>.2.656, οὔρεα μακρά <i>h.Pan</i> 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.<i>Th</i>.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, [[γάλα]] <i>AP</i> 7.23 (Antip.Sid.).
|dgtxt=(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀργεννόεις]] Pi.<i>P</i>.4.8<br />[[blanco]], [[brillante]] de ciudades y accidentes geográficos Λύκαστος <i>Il</i>.2.647, Κάμειρος <i>Il</i>.2.656, οὔρεα μακρά <i>h.Pan</i> 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.<i>Th</i>.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, [[γάλα]] <i>AP</i> 7.23 (Antip.Sid.).
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />éclatant de blancheur, blanc <i>en parl. de terrains calcaires et crayeux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῐνόεις''': εσσα, εν, = [[ἀργός]] (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ [[λευκότης]] λάμπει [[μακρόθεν]], ἐπίθ. τῶν [[πόλεων]] Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ [[ἔξωθεν]] τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· [[λευκόν]], λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
|lstext='''ἀργῐνόεις''': εσσα, εν, = [[ἀργός]] (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ [[λευκότης]] λάμπει [[μακρόθεν]], ἐπίθ. τῶν [[πόλεων]] Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ [[ἔξωθεν]] τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· [[λευκόν]], λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />éclatant de blancheur, blanc <i>en parl. de terrains calcaires et crayeux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth