Anonymous

ἀποτιμάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς [[δέκα]] μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> traiter sans considération, mépriser;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> prendre hypothèque sur une propriété;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτιμάομαι]], [[ἀποτιμῶμαι]];<br /><b>1</b> évaluer pour soi : [[δίμνεως]] HDT à deux mines;<br /><b>2</b> laisser prendre hypothèque sur sa propriété.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k.
|lstext='''ἀποτῑμάω''': δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν [[εἶναι]] πολλοῦ ἀποτιμῶσι, [[οὐδόλως]] ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ [[εἶναι]] ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[λαμβάνω]] ὡς [[ἐνέχυρον]], [[δανείζω]] ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς [[ἐνέχυρον]], ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> traiter sans considération, mépriser;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> prendre hypothèque sur une propriété;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀποτιμάομαι]], [[ἀποτιμῶμαι]];<br /><b>1</b> évaluer pour soi : [[δίμνεως]] HDT à deux mines;<br /><b>2</b> laisser prendre hypothèque sur sa propriété.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τιμάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm