Anonymous

ἀποτέμνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τέμνω]]), ion. [[ἀποτάμνω]], abschneiden, von Hom. an überall. Bei Hom. in tmesi ἀπὸ τάμε z. B. Iliad. 3, 292; ἀπ' [[ἐμεῖο]] [[κάρη]] τάμοι Iliad. 5, 214 Od. 16, 102; ἀπ' ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι Iliad. 17, 126; ἀπὸ τάμῃσι Od. 18, 86; ἀπὸ τάμνον 22, 475; ἀποταμνόμενον med. Iliad. 22, 347; ἀπέταμνεν 8, 87; τὴν χώρην ἀπετάμοντο med. Her. 4, 3, ein Land abschneiden, begränzen; 1, 72. 4, 25; vgl. 4, 99; im med., für sich abschneiden, wegnehmen, τὰς Θυρέας, 1, 82, wie Thuc. 8, 46; Pol. 9, 28, 7 u. öfter; λείαν Parthen. 26; Plat. [[ἐκεῖθεν]] μοίρας Tim. 36 a; oft allgem., absondern; vgl. Phil. 42 b Polit. 280 d; ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν, hinrichten, öfter Ton., οἱστρατηγοὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλάς, nachdem ihnen die Köpfe abgeschnitten, nachdem sie enthauptet waren, An. 2, 6. 1; vgl. Luc. Tox. 10 Navig. 33; von etwas abschneiden, von Soldaten, Xen. Hell. 6, 2. 5; med., 7, 1, 19; oft Pol., καὶ συγκλείειν 1, 84, 7; heiligen, weihen, ὕλας Luc. Sacrif. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] (s. [[τέμνω]]), ion. [[ἀποτάμνω]], abschneiden, von Hom. an überall. Bei Hom. in tmesi ἀπὸ τάμε z. B. Iliad. 3, 292; ἀπ' [[ἐμεῖο]] [[κάρη]] τάμοι Iliad. 5, 214 Od. 16, 102; ἀπ' ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι Iliad. 17, 126; ἀπὸ τάμῃσι Od. 18, 86; ἀπὸ τάμνον 22, 475; ἀποταμνόμενον med. Iliad. 22, 347; ἀπέταμνεν 8, 87; τὴν χώρην ἀπετάμοντο med. Her. 4, 3, ein Land abschneiden, begränzen; 1, 72. 4, 25; vgl. 4, 99; im med., für sich abschneiden, wegnehmen, τὰς Θυρέας, 1, 82, wie Thuc. 8, 46; Pol. 9, 28, 7 u. öfter; λείαν Parthen. 26; Plat. [[ἐκεῖθεν]] μοίρας Tim. 36 a; oft allgem., absondern; vgl. Phil. 42 b Polit. 280 d; ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν, hinrichten, öfter Ton., οἱστρατηγοὶ ἀποτμηθέντες τὰς κεφαλάς, nachdem ihnen die Köpfe abgeschnitten, nachdem sie enthauptet waren, An. 2, 6. 1; vgl. Luc. Tox. 10 Navig. 33; von etwas abschneiden, von Soldaten, Xen. Hell. 6, 2. 5; med., 7, 1, 19; oft Pol., καὶ συγκλείειν 1, 84, 7; heiligen, weihen, ὕλας Luc. Sacrif. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποτεμῶ, <i>ao.2</i> ἀπέταμον, <i>pf.</i> ἀποτέτμηκα;<br /><b>1</b> séparer en coupant, couper : τὴν κεφαλήν HDT la tête ; τὴν ῥῖνα καὶ τὰ [[ὦτα]] HDT le nez et les oreilles ; ἀποτμηθεὶς [[τὰς]] κεφαλάς XÉN gens à qui l'on avait coupé la tête;<br /><b>2</b> couper, séparer (un pays), <i>en parl. d'un fleuve, d'une chaîne de montagnes</i>;<br /><b>3</b> <i>en un sens religieux</i> : ἀπ. [[ἱερεῖον]] PLUT séparer par une ligne de démarcation un territoire consacré, <i>càd</i> le consacrer;<br /><b>4</b> couper des troupes, leur intercepter le passage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτέμνομαι couper une part pour soi : [[κρέα]] IL couper la chair (d'Hector) pour la manger ; χώρην HDT, τῆς χώρας ISOCR une portion de territoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτέμνω''': Ἰω. καὶ Ἐπ. -[[τάμνω]]: μέλλ. τεμῶ: ἀόρ β΄ ἀπέτεμον: - [[ἀποκόπτω]], παρηορίας ἀπέταμνεν Ἰλ. Θ. 87· ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν [[τάμε]] Γ.292, κτλ.· κρᾶτ’ ἀπό… καὶ ἄρθρα τεμῶ χερὶ Σοφ. Φ. 1207· τὴν κεφαλὴν Ἡροδ. 2. 39, κ. ἀλλ. τὰ σκάλεα ὁ αὐτ. 2. 40· τὴν [[ῥῖνα]] καὶ τὰ ὦτα ὁ αὐτ. 3. 154, κτλ.: [[ἀποκόπτω]], [[κάμνω]] ἐγχείρησιν, καὶ τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι μετὰ πόνων τε καὶ ἀλγηδόνων καὶ ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ἀπ. τινά, [[ἀποκεφαλίζω]], Βυζ.: - Παθ. ἀποκόπτομαι, τὰ ἀκρωτήρια ἀποτμηθήσεσθαι Λυσ. 105, 29· τὴν γλῶτταν ἀποτμηθεὶς Αἰσχ. 24. 32· τὴν κεφαλὴν Λουκ. Πλοῖον, 33. 2) [[ἀποχωρίζω]], ἢ [[διαχωρίζω]], ὑπὸ γεωγραφικὴν ἔννοιαν, οὕτω ὁ Ἅλυς ποταμὸς ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης τὰ [[κάτω]] τῆς θαλάσσης τῆς [[ἀντίον]] Κύπρου ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Ἡρόδ. 1. 72· [[οὔρεα]] ὑψηλὰ ἀπ. [τὴν χώρην] ὁ αὐτ. 4. 25· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: - μαθηματικῶς, ἥμισυ… ἡ γραμμὴ ἀπ. Πλάτ. Μένων πρβλ. Ἀριστ. Μηχ. 1. 13: - Παθ. ἐπὶ ἀποσπάσματος στρατιωτικοῦ, 85Α, ἀποκόπτομαι, ἀποχωρίζομαι ἀπὸ τοῦ ὅλου σώματος τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29. 3) [[ἀναχαιτίζω]], σταματῶ, θέτω [[πέρας]] εἴς τι, τὰς μηχανὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 129. 4) [[ἀποχωρίζω]] ἐν τῇ συζητήσει, [[τίθημι]] ἐκτὸς τοῦ ζητήματος, Πλάτ. Νόμ. 653C· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φίλ. 42Β: - Παθ. ἀποκόπτομαι ἢ ἀποχωρίζομαι ἐν τῇ συζητήσει. Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 5. 5) ἀπ. τὰ βαλλάντια, εἶμαι βαλλαντιοτόμος, Πλάτ. Πολ. 348D. ΙΙ. Μέσ., [[ἀποκόπτω]] τι δι’ ἐμαυτόν, ἀποταμνόμενον κρέα [[ἔδμεναι]] Ἰλ. Χ. 347· ἀπ. πλόκαμον Ἡρόδ. 4.34· τὴν χώρην ἀπ. τάφρον ὀρυξάμενοι [[αὐτόθι]] 3· ἀπ. τοῦ [[ὠτός]], [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], [[αὐτόθι]] 71. 2) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀπάγω]], [[κλέπτω]], πεντήκοντ’ ἀγέλης ἀπετάμνετο [[βοῦς]] ἐριμύκους Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 74· τὰς Θυρέας… ἀποταμόμενοι [[ἔσχον]] Ἡρόδ. 1. 82· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ ἀποκοπείσης ἢ ἀποχωρισθείσης χώρας, ἀπ. τῆς χώρας, [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] τῆς χώρας, Ἰσοκρ. 134Β· Φοινίκης ἀπ. Ἀραβίας τε, ἔχω [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἐκ τῆς..., Θεόκρ. 17.86. 3) [[ἀποχωρίζω]] ἀπὸ τῆς κοινῆς χρήσεως, ἀφιερῶ, καθιερῶ, ὕλας Λουκ. π. Θυσιῶν 10. 4) ἀπ. ὡς μέγιστα τῶν Ἀθηναίων, ἀφαιρῶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέραν δύναμιν ἀπ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 46.
|lstext='''ἀποτέμνω''': Ἰω. καὶ Ἐπ. -[[τάμνω]]: μέλλ. τεμῶ: ἀόρ β΄ ἀπέτεμον: - [[ἀποκόπτω]], παρηορίας ἀπέταμνεν Ἰλ. Θ. 87· ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν [[τάμε]] Γ.292, κτλ.· κρᾶτ’ ἀπό… καὶ ἄρθρα τεμῶ χερὶ Σοφ. Φ. 1207· τὴν κεφαλὴν Ἡροδ. 2. 39, κ. ἀλλ. τὰ σκάλεα ὁ αὐτ. 2. 40· τὴν [[ῥῖνα]] καὶ τὰ ὦτα ὁ αὐτ. 3. 154, κτλ.: [[ἀποκόπτω]], [[κάμνω]] ἐγχείρησιν, καὶ τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι μετὰ πόνων τε καὶ ἀλγηδόνων καὶ ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ἀπ. τινά, [[ἀποκεφαλίζω]], Βυζ.: - Παθ. ἀποκόπτομαι, τὰ ἀκρωτήρια ἀποτμηθήσεσθαι Λυσ. 105, 29· τὴν γλῶτταν ἀποτμηθεὶς Αἰσχ. 24. 32· τὴν κεφαλὴν Λουκ. Πλοῖον, 33. 2) [[ἀποχωρίζω]], ἢ [[διαχωρίζω]], ὑπὸ γεωγραφικὴν ἔννοιαν, οὕτω ὁ Ἅλυς ποταμὸς ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης τὰ [[κάτω]] τῆς θαλάσσης τῆς [[ἀντίον]] Κύπρου ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Ἡρόδ. 1. 72· [[οὔρεα]] ὑψηλὰ ἀπ. [τὴν χώρην] ὁ αὐτ. 4. 25· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: - μαθηματικῶς, ἥμισυ… ἡ γραμμὴ ἀπ. Πλάτ. Μένων πρβλ. Ἀριστ. Μηχ. 1. 13: - Παθ. ἐπὶ ἀποσπάσματος στρατιωτικοῦ, 85Α, ἀποκόπτομαι, ἀποχωρίζομαι ἀπὸ τοῦ ὅλου σώματος τοῦ στρατοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29. 3) [[ἀναχαιτίζω]], σταματῶ, θέτω [[πέρας]] εἴς τι, τὰς μηχανὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 129. 4) [[ἀποχωρίζω]] ἐν τῇ συζητήσει, [[τίθημι]] ἐκτὸς τοῦ ζητήματος, Πλάτ. Νόμ. 653C· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φίλ. 42Β: - Παθ. ἀποκόπτομαι ἢ ἀποχωρίζομαι ἐν τῇ συζητήσει. Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 5. 5) ἀπ. τὰ βαλλάντια, εἶμαι βαλλαντιοτόμος, Πλάτ. Πολ. 348D. ΙΙ. Μέσ., [[ἀποκόπτω]] τι δι’ ἐμαυτόν, ἀποταμνόμενον κρέα [[ἔδμεναι]] Ἰλ. Χ. 347· ἀπ. πλόκαμον Ἡρόδ. 4.34· τὴν χώρην ἀπ. τάφρον ὀρυξάμενοι [[αὐτόθι]] 3· ἀπ. τοῦ [[ὠτός]], [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], [[αὐτόθι]] 71. 2) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀπάγω]], [[κλέπτω]], πεντήκοντ’ ἀγέλης ἀπετάμνετο [[βοῦς]] ἐριμύκους Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 74· τὰς Θυρέας… ἀποταμόμενοι [[ἔσχον]] Ἡρόδ. 1. 82· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ ἀποκοπείσης ἢ ἀποχωρισθείσης χώρας, ἀπ. τῆς χώρας, [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] τῆς χώρας, Ἰσοκρ. 134Β· Φοινίκης ἀπ. Ἀραβίας τε, ἔχω [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἐκ τῆς..., Θεόκρ. 17.86. 3) [[ἀποχωρίζω]] ἀπὸ τῆς κοινῆς χρήσεως, ἀφιερῶ, καθιερῶ, ὕλας Λουκ. π. Θυσιῶν 10. 4) ἀπ. ὡς μέγιστα τῶν Ἀθηναίων, ἀφαιρῶ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέραν δύναμιν ἀπ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 46.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποτεμῶ, <i>ao.2</i> ἀπέταμον, <i>pf.</i> ἀποτέτμηκα;<br /><b>1</b> séparer en coupant, couper : τὴν κεφαλήν HDT la tête ; τὴν ῥῖνα καὶ τὰ [[ὦτα]] HDT le nez et les oreilles ; ἀποτμηθεὶς [[τὰς]] κεφαλάς XÉN gens à qui l'on avait coupé la tête;<br /><b>2</b> couper, séparer (un pays), <i>en parl. d'un fleuve, d'une chaîne de montagnes</i>;<br /><b>3</b> <i>en un sens religieux</i> : ἀπ. [[ἱερεῖον]] PLUT séparer par une ligne de démarcation un territoire consacré, <i>càd</i> le consacrer;<br /><b>4</b> couper des troupes, leur intercepter le passage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτέμνομαι couper une part pour soi : [[κρέα]] IL couper la chair (d'Hector) pour la manger ; χώρην HDT, τῆς χώρας ISOCR une portion de territoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml