3,274,125
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0330.png Seite 330]] zerschmelzen, durch Zerschmelzen verzehren, Plat. Tim. 65 d; pass., hinschwinden, ἀπετάκη Her. 1, 50; Luc. Mort. D. 28, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> ἀπετάκην;<br />faire fondre ; <i>Pass.</i> être fondu, fondre ; <i>p. ext.</i> être réduit à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τήκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτήκω''': μέλλ. -ξω, [[ἀποχωρίζω]] τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, [[τήκω]], «λυώνω», [[ὥστε]] ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη [[αὐτοῦ]] [[τρία]] τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2. | |lstext='''ἀποτήκω''': μέλλ. -ξω, [[ἀποχωρίζω]] τι ἀπό τινος, δι’ ἀποτήξεως, [[τήκω]], «λυώνω», [[ὥστε]] ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως Πλάτ. Τίμ. 65D, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 1, 4· τετυλωμένα βλέφαρα ἀποτήκει καὶ σμήχει, μαλακώνει καὶ καθαρίζει, Διοσκ. 5.115: - Παθ., καταναλίσκομαι, χάνομαι, ἀπετάκη [[αὐτοῦ]] [[τρία]] τάλαντα Ἡρόδ. 1. 50· ἀπετάκησαν οἱ μισθοὶ (κατὰ Graev. ἀντὶ ἀπετάθησαν) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 28. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |