Anonymous

ἀριστερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] ά, όν, links, eigentl. compar. zu [[ἄριστος]], wobei [[ἄριστος]] nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also [[ἀριστερός]] eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber [[ἀριστερός]] nur als euphemistische Bezeichnung [[der linken Seite]], welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich [[εὐώνυμος]]. Die Beschränkung des Gebrauchs von [[ἀριστερός]] auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem [[ἀριστερός]] Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, [[ἀριστερόφιν]] Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; [[ἵππος]] ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; [[νηῶν]] ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ [[δεξιόφιν]] στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' [[ἀριστερόφιν]] 13, 309; οἶδ' ἐπὶ [[δεξιά]], οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]], αἰετὸς [[ὑψιπέτης]], ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς [[ὑψιπέτης]] ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' [[ἀλεγίζω]], εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ [[τοί]] γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ [[μέρος]] Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ [[δεξιά]] Plat. Tim. 77 e; [[φρενόθεν]] ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] ά, όν, links, eigentl. compar. zu [[ἄριστος]], wobei [[ἄριστος]] nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also [[ἀριστερός]] eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber [[ἀριστερός]] nur als euphemistische Bezeichnung [[der linken Seite]], welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich [[εὐώνυμος]]. Die Beschränkung des Gebrauchs von [[ἀριστερός]] auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem [[ἀριστερός]] Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, [[ἀριστερόφιν]] Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; [[ἵππος]] ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; [[νηῶν]] ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ [[δεξιόφιν]] στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' [[ἀριστερόφιν]] 13, 309; οἶδ' ἐπὶ [[δεξιά]], οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]], αἰετὸς [[ὑψιπέτης]], ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς [[ὑψιπέτης]] ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' [[ἀλεγίζω]], εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ [[τοί]] γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ [[μέρος]] Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ [[δεξιά]] Plat. Tim. 77 e; [[φρενόθεν]] ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> situé à gauche : ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ’ [[ἀριστερά]] IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ [[ἀριστερά]] ([[χείρ]]) la main gauche, le côté gauche ; [[ἐξ]] ἀριστερᾶς SOPH, [[ἐν]] ἀριστερῇ HDT vers la gauche;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> qui est hors du droit chemin : ἐπ’ [[ἀριστερά]] SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;<br /><b>2</b> sinistre, de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], par euphém.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριστερός''': -ά, -όν, [[ἀριστερός]], εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]), ἡ, ἡ ἀριστερὰ [[χείρ]], ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: [[οὕτως]], ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, [[διότι]] εἰς [[ἀρχαῖον]] Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]] Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, [[φρενόθεν]] ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ [[ἐπαρίστερος]]. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.)
|lstext='''ἀριστερός''': -ά, -όν, [[ἀριστερός]], εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ (μετὰ ἢ [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]), ἡ, ἡ ἀριστερὰ [[χείρ]], ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: [[οὕτως]], ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, [[διότι]] εἰς [[ἀρχαῖον]] Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν [[ὄρνις]] Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, [[φρενόθεν]] ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ [[ἐπαρίστερος]]. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.)
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> situé à gauche : ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ’ [[ἀριστερά]] IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ [[ἀριστερά]] ([[χείρ]]) la main gauche, le côté gauche ; [[ἐξ]] ἀριστερᾶς SOPH, [[ἐν]] ἀριστερῇ HDT vers la gauche;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> qui est hors du droit chemin : ἐπ’ [[ἀριστερά]] SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;<br /><b>2</b> sinistre, de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], par euphém.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth