Anonymous

ἀρχικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0366.png Seite 366]] zum Herrschen, zur Herrschaft geeignet, gehörig, [[ἀνήρ]] Plat. Phaedr. 248 d; καὶ [[ἡγεμονικός]] Prot. 352 b; gleich ἱκανὸς ἄρχειν Xen. Mem. 1, 1, 7; vgl. An. 2, 6, 8 ff; [[πυθμήν]], der Herrscherstamm, Aesch. Ch. 258; [[γένος]], Herrschergeschlecht oder der zu den Aemtern befähigte Stand. Thuc. 2, 80; Plat. Rep. IV, 444 b; vgl. Isocr. 2, 24; – τὸ ἀρχικόν, Herrschertalent, Dion. Hal. 5, 71. – Auch herrschsüchtig, Isocr. 4, 67. – Adv. ἀρχικῶς, Sext. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0366.png Seite 366]] zum Herrschen, zur Herrschaft geeignet, gehörig, [[ἀνήρ]] Plat. Phaedr. 248 d; καὶ [[ἡγεμονικός]] Prot. 352 b; gleich ἱκανὸς ἄρχειν Xen. Mem. 1, 1, 7; vgl. An. 2, 6, 8 ff; [[πυθμήν]], der Herrscherstamm, Aesch. Ch. 258; [[γένος]], Herrschergeschlecht oder der zu den Aemtern befähigte Stand. Thuc. 2, 80; Plat. Rep. IV, 444 b; vgl. Isocr. 2, 24; – τὸ ἀρχικόν, Herrschertalent, Dion. Hal. 5, 71. – Auch herrschsüchtig, Isocr. 4, 67. – Adv. ἀρχικῶς, Sext. Emp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'autorité <i>ou</i> le chef : ἀρχικὸς [[πυθμήν]] ESCHL souche royale ; ἀρχικὸν [[γένος]] THC race royale;<br /><b>2</b> propre à commander, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχικός''': -ή, -όν, (ἀρχὴ) [[ἡγεμονικός]], [[βασιλικός]], οὔτ’ [[ἀρχικός]] σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] εἰς τὸ κυβερνᾶν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· μετὰ γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀνώτατος]], ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]], ἡ ἀνωτάτη [[ἐπιστήμη]], δηλ. ἡ [[σοφία]], ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ [[πρώτιστος]], Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ.
|lstext='''ἀρχικός''': -ή, -όν, (ἀρχὴ) [[ἡγεμονικός]], [[βασιλικός]], οὔτ’ [[ἀρχικός]] σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] εἰς τὸ κυβερνᾶν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· μετὰ γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀνώτατος]], ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]], ἡ ἀνωτάτη [[ἐπιστήμη]], δηλ. ἡ [[σοφία]], ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ [[πρώτιστος]], Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'autorité <i>ou</i> le chef : ἀρχικὸς [[πυθμήν]] ESCHL souche royale ; ἀρχικὸν [[γένος]] THC race royale;<br /><b>2</b> propre à commander, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]].
}}
}}
{{grml
{{grml