Anonymous

ἀσκωλιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0372.png Seite 372]] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀσκωλιάσω;<br />sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σκωλιάζω]] -- DELG soit [[ἀσκός]], car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec [[σκωλοβατίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκωλιάζω''': μέλλ. -άσσω, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «[[κυρίως]] δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι [[ἕνεκα]] τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. [[αὐτόθι]]· - ἀσκωλίαζ’ [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ [[πρός]] γε τούτοις ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, [[ὁπόθεν]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς [[ἐφάλλομαι]], ὡς νῦν [[παίζω]] τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· [[τύπος]] τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ [[ὥσπερ]] ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν [[σκέλος]] ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.
|lstext='''ἀσκωλιάζω''': μέλλ. -άσσω, πηδῶ [[ἐπάνω]] εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «[[κυρίως]] δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι [[ἕνεκα]] τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. [[αὐτόθι]]· - ἀσκωλίαζ’ [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ [[πρός]] γε τούτοις ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, [[ὁπόθεν]] φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς [[ἐφάλλομαι]], ὡς νῦν [[παίζω]] τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· [[τύπος]] τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ [[ὥσπερ]] ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν [[σκέλος]] ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀσκωλιάσω;<br />sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σκωλιάζω]] -- DELG soit [[ἀσκός]], car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec [[σκωλοβατίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml