3,277,636
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν [[Ἀτρείδης]] ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]] οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von [[σοφός]], Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: [[λόγος]] οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben [[χαλεπός]], 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 [[ὕβρις]] erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν [[Ἀτρείδης]] ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]] οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von [[σοφός]], Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: [[λόγος]] οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben [[χαλεπός]], 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 [[ὕβρις]] erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans valeur, vil ; ἀσύφηλον [[ἔπος]] IL parole insensée ; [[ὥς]] μ’ ἀσύφηλον ἔρεξε IL comme il m'a indignement traité.<br />'''Étymologie:''' orig. inc. ; pê de [[ἄσοφος]], éol. [[ἀσύφηλος]] ; c. [[Σίσυφος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύφηλος''': [ῠ], -ον, [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[οὔπω]] σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]], οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) [[ἴσως]] ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ [[ὀπός]], Λατ. sucus, sapor, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο: [[ἄνοστος]]). | |lstext='''ἀσύφηλος''': [ῠ], -ον, [[ποταπός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· [[χαμερπής]], πρόστυχος, [[οὔπω]] σεῦ ἄκουσα κακὸν [[ἔπος]], οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) [[ἴσως]] ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ [[ὀπός]], Λατ. sucus, sapor, [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο: [[ἄνοστος]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |