Anonymous

ἀτιμία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] ἡ, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung, Od. 13, 142; Pind. Ol. 4, 23; Her. 3, 3 u. A.; bei Plat. oft Ggstz von [[τιμή]], auch im plur. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte. S. [[ἄτιμος]]. Dah. χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι, Geld- u. Ehrenstrafe, Plat. Legg. IV, 721 b; oft bei Rednern.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] ἡ, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung, Od. 13, 142; Pind. Ol. 4, 23; Her. 3, 3 u. A.; bei Plat. oft Ggstz von [[τιμή]], auch im plur. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte. S. [[ἄτιμος]]. Dah. χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι, Geld- u. Ehrenstrafe, Plat. Legg. IV, 721 b; oft bei Rednern.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mépris : [[ἐν]] ἀτιμίᾳ [[εἶναι]] XÉN être méprisé <i>ou</i> dédaigné ; [[αἱ]] ἀτιμίαι marques de mépris;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> privation (partielle ou totale) des droits de citoyen;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> aspect sordide (des vêtements, de la chevelure, <i>etc.</i>, en signe de deuil).<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτῑμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀτιμία]], [[αἰσχύνη]], [[ὄνειδος]], Ὀδ. Ν 142 (ἴδε [[ἰάλλω]]) Πινδ. Ο. 4. 33, Σοφ., κτλ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Ἡρόδ. 3. 3· ἀτιμίην προστιθέναι τινὶ 7. 11· ἀτ. ἔχειν 7. 231., 9. 71· ἀτιμίης κυρεῖν [[πρός]] τινος 7. 158· ἀτ. τινός, [[ἀτιμία]] γενομένη εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 72· διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C· οὐκ ἀτιμίᾳ [[σέθεν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 796: -πληθ., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀτ. Πλάτ. Πολιτ. 309A, πρβλ. 310E, Πολ. 492D, κ. ἀλλ.· ὕβρεις καὶ ἀτιμίας Δημ. 296. 21., 552. 13, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδόρ. 2) ἐν Ἀθήναις δημοσία καταισχύνη, [[στέρησις]] τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ἢ πάντων ἢ μέρους αὐτῶν, [[δυσφημία]], Λατ. deminutio capitis, Αἰσχύλ. Εὐμ. 395: Ἀνδοκ. 10. 14, Ἀριστ. Πολ. 7. 17· ἴδε ἄτιμος Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀτιμία]] ἐσθημάτων, [[ῥακώδης]] [[κατάστασις]] ἐνδυμάτων, ἀτιμίαν γε παιδὸς ἀμφὶ σώματι ἐσθημάτων κλύουσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 847· ὠμολίνοις [[κόμη]] βρύουσ’, ἀτιμίας [[πλέως]] Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 8. [Ἐπ. ἀτιμῑη, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Τυρταῖος 1. 10].
|lstext='''ἀτῑμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἀτιμία]], [[αἰσχύνη]], [[ὄνειδος]], Ὀδ. Ν 142 (ἴδε [[ἰάλλω]]) Πινδ. Ο. 4. 33, Σοφ., κτλ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Ἡρόδ. 3. 3· ἀτιμίην προστιθέναι τινὶ 7. 11· ἀτ. ἔχειν 7. 231., 9. 71· ἀτιμίης κυρεῖν [[πρός]] τινος 7. 158· ἀτ. τινός, [[ἀτιμία]] γενομένη εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 72· διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C· οὐκ ἀτιμίᾳ [[σέθεν]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 796: -πληθ., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀτ. Πλάτ. Πολιτ. 309A, πρβλ. 310E, Πολ. 492D, κ. ἀλλ.· ὕβρεις καὶ ἀτιμίας Δημ. 296. 21., 552. 13, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδόρ. 2) ἐν Ἀθήναις δημοσία καταισχύνη, [[στέρησις]] τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ἢ πάντων ἢ μέρους αὐτῶν, [[δυσφημία]], Λατ. deminutio capitis, Αἰσχύλ. Εὐμ. 395: Ἀνδοκ. 10. 14, Ἀριστ. Πολ. 7. 17· ἴδε ἄτιμος Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀτιμία]] ἐσθημάτων, [[ῥακώδης]] [[κατάστασις]] ἐνδυμάτων, ἀτιμίαν γε παιδὸς ἀμφὶ σώματι ἐσθημάτων κλύουσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 847· ὠμολίνοις [[κόμη]] βρύουσ’, ἀτιμίας [[πλέως]] Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 8. [Ἐπ. ἀτιμῑη, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Τυρταῖος 1. 10].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mépris : [[ἐν]] ἀτιμίᾳ [[εἶναι]] XÉN être méprisé <i>ou</i> dédaigné ; [[αἱ]] ἀτιμίαι marques de mépris;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> privation (partielle ou totale) des droits de citoyen;<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> aspect sordide (des vêtements, de la chevelure, <i>etc.</i>, en signe de deuil).<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater