Anonymous

ἀσυνάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. [[βίος]], [[ὁμιλία]], 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. [[βίος]], [[ὁμιλία]], 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans relations, insociable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συναλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνάλλακτος''': -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν [[ἄνευ]] σχέσεων κοινωνικῶν, [[ἀκοινώνητος]], [[ἀδιάλλακτος]], ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
|lstext='''ἀσυνάλλακτος''': -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν [[ἄνευ]] σχέσεων κοινωνικῶν, [[ἀκοινώνητος]], [[ἀδιάλλακτος]], ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans relations, insociable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συναλλάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml