Anonymous

ἀτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, [[ὁδός]] Od. 2, 273; [[πόνος]] Il. 4, 57; μὰψ [[αὔτως]], ἀτέλεστον, [[σῖτον]] ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀθέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben [[ἀμύητος]], ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ θεῷ Ael. V. H. 3, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0384.png Seite 384]] 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, [[ὁδός]] Od. 2, 273; [[πόνος]] Il. 4, 57; μὰψ [[αὔτως]], ἀτέλεστον, [[σῖτον]] ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀθέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben [[ἀμύητος]], ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ θεῷ Ael. V. H. 3, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> inachevé, <i>d'où</i><br /><b>1</b> qui ne s'accomplit pas;<br /><b>2</b> sans effet, vain;<br /><b>3</b> qui ne se termine pas, sans fin;<br /><b>II.</b> non initié à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τελέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέλεστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἀκατόρθωτος]], ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον [[θεῖναι]] πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ [[αὔτως]] ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., [[μάτην]], λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, μετὰ γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν [[ἀμύητος]] καὶ [[ἀτέλεστος]] εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. [[ἀβάπτιστος]], Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἀτέλεστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, [[ἀνεκπλήρωτος]], [[ἀκατόρθωτος]], ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον [[θεῖναι]] πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ [[αὔτως]] ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., [[μάτην]], λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, μετὰ γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν [[ἀμύητος]] καὶ [[ἀτέλεστος]] εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. [[ἀβάπτιστος]], Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> inachevé, <i>d'où</i><br /><b>1</b> qui ne s'accomplit pas;<br /><b>2</b> sans effet, vain;<br /><b>3</b> qui ne se termine pas, sans fin;<br /><b>II.</b> non initié à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τελέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth